Το… κατώφλι της 18ης ανακρίτριας αναμένεται να περάσουν σήμερα τρεις ακόμη μάρτυρες, με την ελπίδα ότι θα ρίξουν «φως» στην υπόθεση θανάτου της 9χρονης Τζωρτζίνας από την Πάτρα και θα βοηθήσουν στη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών απέναντι στη μητέρα της, Ρούλα Πισπιρίγκου.
Κατά τη διάρκεια των χθεσινών διαδικασιών, κατέθεσαν τέσσερις γιατροί από το Καραμανδάνειο Νοσοκομείο της Πάτρας.
Ανάμεσα στους τέσσερις μάρτυρες που κλήθηκαν ήταν η διευθύντρια της παιδιατρικής κλινικής στο Καραμανδάνειο αλλά και μια ακόμη γιατρός, που ήταν το πρώτο πρόσωπο που συνάντησε στο νοσοκομείο τη μικρή Τζωρτζίνα στα επείγοντα όταν τη μετέφερε εκεί η Ρούλα Πισπιρίγκου.
Κατά πληροφορίες, η γιατρός κατέθεσε πως η 33χρονη μητέρα είπε πως το παιδάκι είχε εμφανίσει νωρίτερα σπασμούς ενώ παράλληλα έκανε λόγο για «ασαφή περιγραφή».
«Εμφανίστηκε με την κόρη της, έλεγε πως το παιδάκι έχει σπασμούς, αλλά όταν την ρώτησα πιο συγκεκριμένα πράγματα, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Αν και ήταν ασαφής ως προς τι ακριβώς εμφάνισε το παιδί, εμείς κάναμε κανονικά εισαγωγή για να γίνουν περισσότερες εξετάσεις, οι οποίες ήταν όλες καθαρές. Μάλιστα, στο νοσοκομείο δεν έκανε κάποιο επεισόδιο» φέρεται να κατέθεσε μεταξύ άλλων στην ανακρίτρια η συγκεκριμένη γιατρός.
Ενώπιον της Δικαιοσύνης κατέθεσε και ο παιδοκαρδιολόγος της Τζωρτζίνας στο Ωνάσειο, Γιάννης Παπαγιάννης.
Ο γιατρός περιέγραψε πώς και γιατί μπήκε η συσκευή του απινιδωτή και βηματοδότη στην Τζωρτζίνα, αν και πότε λειτούργησε αλλά και τα σήματα που έστελνε στη μητέρα χωρίς να καταγράφεται κάτι ανησυχητικό από το μηχάνημα.
«Θέλω να σας πω ότι η καρδιά του συγκεκριμένου παιδιού υπέστη μία πολύ μεγάλη δοκιμασία κατά τη διάρκεια του πρώτου περιστατικού ανακοπής στο Καραμανδάνειο, όπου επί πενήντα λεπτά βρισκόταν σε καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, κατά την οποία η οξυγόνωση και η αιμάτωση πάντοτε είναι κατώτερη του φυσιολογικού και εντούτοις δεν διαπιστώθηκε η παραμικρή δυσλειτουργία της, γεγονός που συνηγορεί τόσο για τις εξαιρετικές προσπάθειες των ιατρών, όσο και για την άριστη ποιότητα της καρδιάς» φέρεται να λέει ο κ. Παπαγιάννης.
«Το παιδί ήρθε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο μας και νοσηλεύτηκε από το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου μέχρι και τις αρχές Ιουνίου. (…). Καθ΄ όλη τη διάρκεια της νοσηλείας του βρισκόταν στην Παιδιοκαρδιολογική Μονάδα Εντατικής Θεραπείας υπό συνεχή παρακολούθηση σε μόνιτορ. Το παιδί υπεβλήθη σε πλήρη καρδιολογικό έλεγχο ο οποίος περιλάμβανε ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπερηχογράφημα καρδιάς, φαρμακευτική δοκιμασία προκαϊναμίδης, για το Σύνδρομο Brugada και είχε επίσης υποβληθεί σε εκτεταμένο γενετικό έλεγχο για την πιθανότητα ύπαρξης κάποιου γενετικού αρρυθμιογόνου αιτίου αιφνίδιου θανάτου – καρδιακής ανακοπής. (…) Κατά τον έλεγχο όλων αυτών που σας προανέφερα δεν διαπιστώθηκαν αρρυθμιογόνα σύνδρομα, ούτε συγγενείς ή επίκτητες καρδιοπάθειες, ούτε μυοκαρδιοπάθειες, ενώ η λειτουργία της καρδιάς ήταν απολύτως φυσιολογική» φέρεται να εξηγεί.
Οι εξετάσεις της Τζωρτζίνας ήταν πολύ καλές, αλλά τοποθετήθηκε η συσκευή του απινιδωτή και του βηματοδότη, ύστερα από επιθυμία των γονιών της.
«Έγινε πλήρης καρδιολογικός έλεγχος, αποφασίστηκε η τοποθέτηση του απινιδωτή για την αντιμετώπιση τυχόν άγνωστου αίτιου αιφνίδιου θανάτου, το οποίο όμως εμείς καθόλη τη διάρκεια της νοσηλείας του δεν είχαμε διαγνώσει. Η τοποθέτηση του απινιδωτή ήταν επιθυμία των γονέων, παρά την απουσία σαφούς καρδιολογικής διάγνωσης».
Όπως εξηγεί ο ίδιος, η συσκευή μπήκε και ορίστηκε ένα κατώτερο όριο 60 σφίξεων και ένα ανώτατο όριο 222, πάνω από το οποίο θα σήμαινε κόκκινος συναγερμός και ο γιατρός θα ειδοποιούνταν με μήνυμα. Ωστόσο, το μηχάνημα δεν έστειλε ποτέ σήμα, αλλά τα μόνα μηνύματα που έλαβε ο γιατρός ήταν περίπου 190 στον αριθμό από την Ρούλα Πισπιρίγκου, που του ζητούσε να την ενημερώνει για τη λειτουργία της καρδιάς της Τζωρτζίνας.
«Μετά την τοποθέτηση του απινιδωτή λάμβανε μονίμως πληροφορίες, κατόπιν ενεργοποίησης του από τη μητέρα, λόγω ανησυχίας για την κατάσταση του παιδιού. Σε όλα αυτά τα μηνύματα, δεν κατεγράφη κανένα επεισόδιο αρρυθμίας και τεκμηριώθηκε η καλή λειτουργία της συσκευής» ανέφερε ο γιατρός και συμπλήρωσε:
«Το παιδί δεν περίμενα να πεθάνει αιφνιδίως από κάποια αρρυθμία διότι δεν κατεγράφη ούτε ταχυαρρυθμία, ούτε σοβαρή βραδυκαρδία, μη ανταποκρινόμενη στη βηματοδότηση. Η συστολική λειτουργία της καρδιάς επίσης έχει ελεγχθεί στο Ωνάσειο και ήταν φυσιολογική. Ως εκ τούτου, οι πιθανές αιτίες του τελικού συμβάντος φαίνεται να είναι έξω καρδιακές».
cnn.gr