Τζορτζ Μπεστ-Ντιέγκο Μαραντόνα: Δύο βίοι… παράλληλοι και τετμημένοι

 

Καριέρες γεμάτες επιτυχίες, ζωές γεμάτες περιπέτειες. Σαν σήμερα, ο ποδοσφαιρικός πλανήτης “αποχαιρέτησε”, με 15 χρόνια διαφορά, δύο τοτέμ του “όμορφου” παιχνιδιού. 

Η 25η Νοεμβρίου μπορεί να μοιάζει μια τυπική χειμωνιάτικη ημέρα, μια από τις πολλές στο άψυχο ημερολόγιο των 365. Για τους ποδοσφαιρόφιλους, όμως, έχει “χαραχθεί” σαν την ημέρα που δύο εμβληματικοί ποδοσφαιριστές, δύο απαράμιλλες προσωπικότητες που άφησαν το στίγμα τους στην ιστορία του αθλήματος έκαναν, με διαφορά 15 ετών (2005-2020), το “μεγάλο ταξίδι”. Πρόκειται, φυσικά, για τους Τζορτζ Μπεστ και Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα.

Τα αγωνιστικά τους κατορθώματα, το ουρανόμηκες ταλέντο τους, αλλά, κυρίως, οι μικρές στιγμές ποδοσφαιρικής μαγείας που άφησαν ως “παρακαταθήκη” στη Βίβλο του αθλήματος, τους τοποθετούν επάξια στο “Hall of Fame” του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.

Πλέον, οι δύο θρύλοι της “στρογγυλής θεάς” συνεχίζουν να παραδίδουν μαθήματα τεχνικής κατάρτισης και θεάματος, μπροστά σε ένα αλλιώτικο κοινό, σε ένα ξεχωριστό στάδιο. Κάθε 25η Νοεμβρίου, όμως, οι δύο τους αφήνουν τις ντρίπλες και προτιμούν να κάθονται με τις ώρες και να αποτυπώνουν ένα “βάναυσο” απολογισμό της καριέρας τους, αλλά και της ζωής τους, με τη συντροφιά ενός εκλεκτού μπουκαλιού κόκκινο κρασί.

Αναγεννώντας το “πάθος” δύο ποδοσφαιρικών λαών

Η συζήτηση ξεκινάει ομαλά, όπως συνήθως. Ο Τζορτζ βγάλει το φελλό και σερβίρει το πρώτο ποτήρι. Ο Ντιέγκο θυμάται την πρώτη φορά που ο ουρανίσκος του “γεύτηκε” ένα πραγματικά καλό κρασί. «Ήταν Μάιος του ’87, μόλις είχαμε στεφθεί πρωταθλητές Ιταλίας. Τότε που δώσαμε υπόληψη στο καμάρι της Νάπολη, αλλά και σε ολόκληρο τον ιταλικό νότο», μαρτυρά ο Ντιέγκο.

Πράγματι, η μεταγραφή του από τη Μπαρτσελόνα σε έναν “άσημο” ποδοσφαιρικό σύλλογο, αποτελούσε έντονο θέμα συζήτησης της εποχής. Η επταετία (1984-1991) του Μαραντόνα στη Νάπολι δεν μεταφράζεται απλά με τα δύο πρωταθλήματα Ιταλίας (τα πρώτα στην ιστορία των “παρτενοπέι”), το κύπελλο Ιταλίας, το κύπελλο UEFA και το ευρωπαϊκό Super Cup (τους πρώτους διεθνείς τίτλους), αλλά αντικατοπτρίζεται με την “εξιλέωση” που παρείχε στον “παρεξηγημένο” κοινωνικά ιταλικό νότο. Ο Μαραντόνα αποτέλεσε τον “σωτήρα” που έβαλε τη Νάπολι στον ποδοσφαιρικό χάρτη της Ευρώπης.

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα πανηγυρίζει την κατάκτηση του πρώτου πρωταθλήματος Ιταλίας με τη Νάπολι το 1987. (AP PHOTO)

Ακούγοντας προσεκτικά, ο Τζόρτζ περιμένει να ολοκληρώσει την αφήγησή του ο Ντιέγκο και να παραθέσει τη δική του παρόμοια κατάσταση, όταν μετακόμισε στο Μάντσεστερ το 1963 για χάρη της Γιουνάιτεντ. «Εγώ, από την άλλη, Ντιεγκίτο, κατάφερα να αναστήσω ένα σύλλογο από τα δεινά μιας τραγωδίας».

Το Φεβρουάριο του 1958, όταν ο Μπεστ ήταν ακόμα 12 χρονών, το αεροπλάνο που μετέφερε την αποστολή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ συνετρίβη στο Μόναχο, “ξεκληρίζοντας” μια ολόκληρη ποδοσφαιρική ομάδα. Το “βάρος” αυτής της τραγωδίας ήταν αδυσώπητο για τους φιλάθλους της Γιουνάιτεντ. Η αγωνιστική κατάσταση του συλλόγου πέρασε στη μετριότητα, από την οποία την “τράβηξε” ο Μπεστ. Για έντεκα χρόνια (1963-1974), ο Βορειοϊρλανδός εξτρέμ πρόσφερε μοναδικές στιγμές στους φίλους της Γιουνάιτεντ, οδηγώντας τα “μωρά” του Ματ Μπάσμπι στην κατάκτηση έξι τίτλων, με “κορωνίδα” το Κύπελλο Πρωταθλητριών του 1968 απέναντι στην Μπενφίκα του μεγάλου Εουσέμπιο, στο κατάμεστο “Wembley“. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έγινε η πρώτη αγγλική ομάδα που κατακτά την κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση, με τον Μπεστ να “αναστηλώνει” έναν “κατεστραμμένο” σύλλογο με νέα, γερά θεμέλια.

Ο Τζορτζ Μπεστ (δεξιά) μαζί με τους Πατ Κρέραντ (αριστερά) και σερ Ματ Μπάσμπι (κέντρο), μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ το 1968. (AP PHOTO)

Ένας μύθος και ένα απωθημένο 

Είναι η σειρά του Ντιέγκο να σερβίρει. «Αλλά όλα αυτά που κατάφερα με τη Νάπολι, Τζόρτζι, δεν μπορούν να συγκριθούν με το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986, φορώντας τη φανέλα της αγαπημένης μου Αργεντινής», λέει με καμάρι. Ο Τζόρτζ, ξαφνικά, χαμηλώνει το βλέμμα του και διστάζει να εκφραστεί. Όμως, τίποτα δε θα σταματήσει τον Ντιέγκο να διηγηθεί αυτή την ιστορία.

Η επιρροή που έμελλε να έχει ο Μαραντόνα στην εθνική ομάδα της Αργεντινής φάνηκε από τις εμφανίσεις του με τα μικρότερα κλιμάκια της “αλμπισελέστε”, με αποκορύφωμα το Παγκόσμιο Κύπελλο Νέων το 1979, όπου αναδείχθηκε MVP της διοργάνωσης. Άλλωστε, η μη επιλογή του από τον Σέσαρ Λουίς Μενότι για το Μουντιάλ του 1978, στα γήπεδα της πατρίδας του, τον πείσμωσε. Ο λόγος είναι πως ο Μαραντόνα δεν ήταν μέλος στην πρώτη -ιστορική- κατάκτηση της Αργεντινής, με τον ίδιο να βάζει, πλέον, στόχο ζωής να φέρει ως “μπροστάρης” το τρόπαιο ξανά στη χώρα του. Το 1986, κάτω από τον καυτό ήλιο του Μεξικό, ο Μαραντόνα, με το περιβραχιόνιο του αρχηγού στο αριστερό του μπράτσο, πήρε από το χέρι ένα μέτριο σύνολο και το οδήγησε στην κορυφή του ποδοσφαιρικού “Έβερεστ”. Είναι από τις περιπτώσεις που μια οντότητα διαπερνά τη “σφαίρα” του πραγματικού και κατορθώνει να φτάσει σε αυτή του μύθου. O δημοσιογράφος του “LA Times“, Κέβιν Μπάξτερ, έχει αποτυπώσει πλήρως την αγωνιστική εικόνα του Μαραντόνα στο Μουντιάλ του 1986, χαρακτηρίζοντάς την ως «μια από τις καλύτερες ατομικές επιδόσεις στην ιστορία της διοργάνωσης».

Η αντίθεση στα πρόσωπα των δύο συνομιλητών είναι εμφανής. Από τη μια, το γεμάτο φως πρόσωπο του Ντιέγκο και, από την άλλη, το σκυθρωπό βλέμμα του Τζορτζ. «Εγώ Ντιέγκο» παίρνει το λόγο ο Μπεστ, «πάντα έβλεπα τους αγώνες μου με την εθνική ομάδα ως ψυχαγωγία». Ίσως και ο ίδιος, στην πορεία της ζωής του, να μετάνιωσε που δεν μετέτρεψε το ταλέντο του και σε μια επιτυχία με τη Βόρεια Ιρλανδία, με την οποία δεν κατόρθωσε να συμμετάσχει ποτέ σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου.

Πράγματι, ο Μπεστ ποτέ δεν έθεσε την εθνική της Βορείου Ιρλανδίας σαν “προτεραιότητα”. Το χαμηλό επίπεδο των ποδοσφαιριστών της χώρας εκείνη την εποχή έκανε τον Μπεστ να ξεχωρίζει σαν “τη μύγα μες το γάλα”. Ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, ο ίδιος προσπάθησε να οδηγήσει τη χώρα του σε δύο Μουντιάλ, όμως κάτι “ξεπηδούσε” σαν εμπόδιο, φράζοντάς του το δρόμο. Στα προκριματικά του 1966 ήταν η ισοπαλία στην τελευταία αγωνιστική του ομίλου από την αδιάφορη βαθμολογικά Αλβανία (1-1) έδωσε το εισιτήριο της πρόκρισης στην Ελβετία, παρά την «εξωπραγματική», όπως χαρακτηρίστηκε από τον Τύπο, εμφάνιση του Τζορτζ Μπεστ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, για το Μουντιάλ του 1970, η Βόρεια Ιρλανδία βρέθηκε ξανά κοντά στην πρόκριση, όμως η αδυναμία του Μπεστ να αγωνιστεί στην κρίσιμη ρεβάνς του 0-0 με τη Σοβιετική Ένωση (λόγω τραυματισμού), οδήγησε στην ήττα με 2-0 και τον αποκλεισμό. Σε ένα αρκετά ειρωνικό σενάριο, η Βόρεια Ιρλανδία προκρίθηκε, χωρίς τον Μπεστ, στο Μουντιάλ του 1982. Ο τότε ομοσπονδιακός τεχνικός, Μπίλι Μπίνχαμ, δεν τον κάλεσε στην αποστολή, εξαιτίας της κακής αγωνιστικής -και όχι μόνο- κατάστασης του, σε μια ηλικία (35) που δεν ήταν “απαγορευτική”. Ο σπουδαίος Φραντς Μπεκενμπάουερ χαρακτήρισε τον Μπεστ ως «τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών που δεν αγωνίστηκε σε Παγκόσμιο Κύπελλο».

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα υψώνει το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μεξικό. (AP PHOTO)

“Ξετυλίγοντας” το μίτο της… ζωής

Έχει αρχίσει, πια, να σουρουπώνει. Τα ποδοσφαιρικά τους πεπραγμένα, αδιαμφισβήτητης αξίας και μεγέθους, δίνουν τη θέση τους σε ένα είδος προσωπικής βιογραφίας και παραδοχών.

«Ξέρεις, Ντιέγκο», αρχίζει ο Τζορτζ, «μεγαλώνοντας στο Μπέλφαστ ήμουν ένα ντροπαλό παιδί. Είχα περιορισμένες συναναστροφές με τον κόσμο γύρω μου, απέφευγα τα πλήθη. Η μεταγραφή μου στη Γιουνάιτεντ δεν άλλαξε το χαρακτήρα μου, παρά μόνο όταν ήρθαν οι πρώτες επιτυχίες και τα πρωτοσέλιδα στον Τύπο». Ο Μπεστ αποτέλεσε, αναμφίβολα, τον πρώτο “pop icon” του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, ενός αθλητή που οι επιδόσεις του εξισώνονταν με την εξωαγωνιστική του ζωή.

Κάποτε δήλωσε: «Ήμουν ο πρώτος pop star του ποδοσφαίρου. Ο ατζέντης μού είπε πως θα μπορούσαμε να βάλουμε το όνομά μου σε σκαλοπάτια και να τα πουλήσουμε σε ισόγειες κατοικίες». Η περιποιημένη του εμφάνιση, το καλαίσθητο ντύσιμό του αλλά και το χαρακτηριστικό μακρύ μαλλί τού έδωσαν το προσωνύμιο «5ος Beatle». Συμμετείχε σε τηλεοπτικές διαφημίσεις, η μορφή του έγινε πασίγνωστη, όπως και η (αμοιβαία) λατρεία με το γυναικείο φύλο. «Ξόδεψα πολλά χρήματα σε γυναίκες, αλκοόλ και γρήγορα αυτοκίνητα. Τα υπόλοιπα απλά τα σπατάλησα», ήταν μια από τις πιο γνωστές ατάκες του Μπεστ σχετικά με την προσωπική του ζωή.

Το κλίμα της συζήτησης γίνεται ξανά ευδιάθετο. Μέχρι που έρχονται στο μυαλό του Ντιέγκο τα παιδικά του χρόνια. Συγκινημένος αναφέρει τα λόγια του θείου του, όταν, σα μικρό παιδί, ζούσε σε ένα παραγκόσπιτο μαζί με τους γονείς και τα έξι αδέρφια του. «Ντιεγκίτο, κράτα το κεφάλι σου πάνω από τη λάσπη», ψιθυρίζει μελαγχολικά. Τελικά, το “θείο” χάρισμα του, η ικανότητά του να “τραβάει” τα βλέμματα με την μπάλα στα πόδια, ήταν αυτό που τον έβγαλε από τη φτώχεια στην οποία μεγάλωσε. Φτώχεια, όμως, που καθόρισε, σε μεγάλο βαθμό, τη μελλοντική του πορεία στην κοινωνία και τις ιδεολογικές του απόψεις. Ο Μαραντόνα, παρά τη δόξα και τα χρήματα, δεν δίσταζε να στηρίζει τον “αδύναμο”, τον “αδικημένο”. Δεν δίσταζε να πηγαίνει “κόντρα” στην κυρίαρχη ιδεολογία και την εξουσία, ακόμα και στο χώρο του ποδοσφαίρου, τον οποίο αποκάλεσε κάποτε «θολό και βρώμικο». Συμμετείχε σε διάφορες ακτιβιστικές ενέργειες, ενώ βοήθησε οικονομικά την γενέτειρά του, το μικρό προάστιο του Βίγια Φιόριτο, αποδίδοντας ένα είδος “φόρου τιμής” προς το μέρος που τον σκληραγώγησε.

Ο Τζορτζ Μπεστ, απολαμβάνοντας μια μπύρα σε παραλία της Μαρμπέγια το 1972. (AP PHOTO)

Βουτιά από ψηλά

Οι ιστορίες της προσωπικής ζωής των δύο ποδοσφαιριστών διαφέρουν. Ο εγωκεντρικός -από τη μια- Μπεστ, που ποτέ δε δίστασε να προεξάγει το ποδοσφαιρικό του ταλέντο και τις επιτυχίες του και -από την άλλη- ο Μαραντόνα, που πάντα επιζητούσε να κάνει χαρούμενους τους δικούς του ανθρώπους, παραμένοντας ταπεινός. Όμως, υπάρχει μια κοινή συνισταμένη, αυτή του άσχημου “τέλους”.

Και οι δύο μοιάζουν διστακτικοί. Κοιτιούνται κατάματα, ο ένας περιμένει από τον άλλο να φτάσει στο ζήτημα του εθισμού. Ο Τζορτζ παίρνει μια βαθιά ανάσα και λέει: «τα πάθη μας στιγμάτισαν τις καριέρες και τις ζωές μας» και το θετικό νεύμα του Ντιέγκο μαρτυρά απόλυτα την αλήθεια των λόγων του.

Ο Μπεστ ανέπτυξε ένα έντονο “πάθος” για το αλκοόλ. Το “πάθος” αυτό έδρασε ανασταλτικά στην πορεία της ποδοσφαιρικής του καριέρας, καθώς ο ίδιος είχε παρατήσει, εν πολλοίς, τον εαυτό του. «Ήμουν άρρωστος, όλοι το έβλεπαν εκτός από εμένα» δήλωσε μετά από χρόνια ο Μπεστ, τότε που έκανε τη -μεγαλύτερη- προσπάθεια να απεμπλακεί από τους “δαίμονές” του. Το καταβεβλημένο (από το αλκοόλ) συκώτι του δημιούργησε ένα σωρό προβλήματα στον οργανισμό του, στα οποία μπήκε “απότομο” τέλος μόνο με το θάνατό του, το 2005, σε ηλικία 59 ετών. Ο Μπεστ, λίγο πριν ξεψυχήσει, φρόντισε να περάσει από το κρεβάτι του νοσοκομείου το δικό του μήνυμα, κρατώντας την επιγραφή «Μην πεθάνετε σαν και εμένα», σε μια συγκλονιστική στιγμή για την παγκόσμια κοινή γνώμη.

Για τον Μαραντόνα, ο “δαίμονας” δεν είχε τη σύσταση υγρού, αλλά της “καταραμένης” άσπρης σκόνης. Ο εθισμός του με ναρκωτικές ουσίες ξεκίνησε (όπως παραδέχτηκε ο ίδιος) από τα χρόνια του στη Βαρκελώνη, αλλά διογκώθηκε σε απελπιστικό βαθμό στα χρόνια του στην Ιταλία. Το μεγαλύτερο παράπονο του Μαραντόνα, σχετικά με τον εθισμό του, ήταν οι κατηγορίες των επικριτών του πως του προκαλούσε αυξημένη ικανότητα όταν έπαιζε ποδόσφαιρο, προσπαθώντας να “μειώσουν”, με αυτό τον τρόπο, το πηγαίο ταλέντο του. Το κορμί του δε θύμιζε πια επαγγελματία ποδοσφαιριστή, οι τιμωρίες ήταν συνεχείς και η καριέρα του έληξε άδοξα, όσο και ατιμωτικά προς το πρόσωπό του. «Ήμουν σα ζόμπι», ήταν τα λόγια του Μαραντόνα όταν αναφερόταν στα δύσκολα χρόνια των καταχρήσεων. Χρόνια που, όσο και αν προσπάθησε, ποτέ δεν απέφυγε να ξαναζήσει. Παρ’ ότι έκανε αρκετές επεμβάσεις για να “κρατήσει” τον οργανισμό του, η ταλαιπωρημένη του καρδιά τον “πρόδωσε” σε ηλικία 60 ετών, το 2020.

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα αποχωρεί με τη συνοδεία φαρμακευτικού προσωπικού στην αναμέτρηση με τη Νιγηρία για το Μουντιάλ του 1994, ύστερα από θετικό τεστ ντόπινγκ. (AP PHOTO)

Το άλμπουμ με τις αναμνήσεις

Έχει πια νυχτώσει. Ο Τζορτζ παίρνει στα χέρια του το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί. «Έχει ακόμα ένα ποτηράκι και για τους δύο μας», λέει χαριτολογώντας στον Ντιέγκο. Όμως, το ποτήρι αυτό δεν μπορεί να μείνει “ασυνόδευτο”. Ο Ντιέγκο αρπάζει ένα άλμπουμ από το ράφι της βιβλιοθήκης. «Έλα να θυμηθούμε τα λόγια τους» αποτείνει στον Τζορτζ, που ακαριαία παίρνει θέση δίπλα στον συνομιλητή του.

Πρώτα ανοίγουν το “κεφάλαιο” του Μπεστ. Αμέσως, το βλέμμα του Βορειοϊρλανδού “πέφτει” στο σχόλιο του πρώην συμπαίκτη του και καλού του φίλου, σερ Μπόμπι Τσάρλτον. «Το να βλέπεις τον Τζορτζ Μπεστ να παίζει ποδόσφαιρο ήταν παραδεισένιο», διαβάζει με δάκρυα στα μάτια. Σε μια από τις επόμενες σελίδες υπάρχουν τα λόγια του σερ Τζίμι Γκριβς, θρυλικού Άγγλου επιθετικού και αντιπάλου του Μπεστ, που λένε χαρακτηριστικά: «ήταν ο πρώτος πραγματικά μοντέρνος ποδοσφαιριστής, αυτός που κάθε μέτριος εκατομμυριούχος (ποδοσφαιριστής) του σήμερα θα πρέπει να γονατίζει και να ευχαριστεί». Τέλος, φτάνουν στην ατάκα του Ερίκ Καντονά, ο οποίος φορούσε στην καριέρα του το νούμερο επτά, προς τιμήν του. «Θα ήθελα, μόλις πεθάνω, να μου έχει φυλάξει μια θέση στην ομάδα του, όχι ο Θεός, ο Τζορτζ Μπεστ».

Τώρα, είναι η σειρά του Μαραντόνα να απολαύσει τις “φιλοφρονήσεις” προς το πρόσωπό του. Δε θα μπορούσε να ξεκινήσει με άλλον, εκτός από το αγαπημένο του “παιδί”, που πήρε τη “σκυτάλη” από τον ίδιο για να αποτελέσει εκείνος έναν εκ των κορυφαίων στην ιστορία του αθλήματος, τον Λιονέλ Μέσι. «Αν υπάρχει κάποιος που με ενέπνευσε, ήταν αδιαμφισβήτητα αυτός», ήταν τα λόγια του “πούλγκα” προς το πρόσωπο του Μαραντόνα. Ήρθε η ώρα τα δικά του δάκρυα να “βρέξουν” τις σελίδες του άλμπουμ. Ο Βραζιλιάνος θρύλος Ζίκο είναι ο επόμενος: «Είδα τον Μαραντόνα να κάνει πράγματα που ακόμα και ο Θεός θα αμφισβητούσε πως ήταν πιθανά. Μπορούσε να προσφέρει πανέμορφες στιγμές ποδοσφαιρικής μαγείας, ήταν μια ιδιοφυία». Στην τελευταία σελίδα είναι γραμμένα τα λόγια του συμπαίκτη του με την εθνική Αργεντινής, Χόρχε Βαλντάνο: «Καμία μπάλα δεν είχε βιώσει καλύτερη εμπειρία από όταν βρισκόταν στο αριστερό του πόδι».

Το άγαλμα έξω από το “Old Trafford” που αναπαριστά την “ιερή τριάδα” της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Τζορτζ Μπεστ (αριστερά), σερ Μπόμπι Τσάρλτον (δεξιά) και Ντένις Λο (κέντρο). (AP PHOTO)

Το ξεφύλλισμα του άλμπουμ αποτέλεσε “βάλσαμο” για τους δύο πρωταγωνιστές. Ένα τελευταίο “τσούγκρισμα” και τα ποτήρια αδειάζουν. Κοντεύει μεσάνυχτα. Οι δυο τους σηκώνονται, προχωρούν σε μια στοργική αγκαλιά και ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίζεται στα πρόσωπά τους. Δίνουν ραντεβού για τον επόμενο χρόνο, ώστε να βιώσουν ξανά τις ίδιες αναμνήσεις. Άλλωστε, από την επομένη μέρα θα συνεχίσουν να “μαγεύουν” τα ποδοσφαιρικά πλήθη των ουρανών.

Επιμέλεια: Γιώργος Θωμόπουλος


Πηγή