Ήδη από την περασμένη εβδομάδα ολοκληρώθηκε ο κύκλος των καταθέσεων από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό που εργάζονται στο Καραμανδάνειο νοσοκομείο, ενώ τις επόμενες ημέρες θα ακολουθήσουν οι μαρτυρίες από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας και από το Παίδων όπου κατέληξε το παιδί.
Εν τω μεταξύ, αναμένονται και οι απαντήσεις σε διάφορα αιτήματα της ανακρίτριας, όπως αυτό που υπέβαλε προς τον Ε.Ο.Φ προκειμένου να βρεθεί η πορεία της κεταμίνης.
Πιο συγκεκριμένα, η ανακρίτρια ζητάει να μάθει πού έχει διανεμηθεί η συγκεκριμένη ουσία στην Ελλάδα και με ποιον τρόπο μπορεί να την προμηθευτεί κάποιος νόμιμα ή και παράνομα, με στόχευση κυρίως στην ευρύτερη περιοχή της Αχαΐας.
Η ανακρίτρια αναμένει και «οδηγίες» από την κα. Χαρά Σπηλιοπούλου, διευθύντρια του εργαστηρίου ιατροδικαστικής και τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών που διορίστηκε για να την βοηθήσει. Η επιστήμονας μελετώντας το φάκελο της Τζωρτζίνας ενδεχομένως προτείνει περαιτέρω ενέργειες που πρέπει να πραγματοποιηθούν για να διαλευκανθεί η υπόθεση.
Εν τω μεταξύ, έχουν ήδη δοθεί περίπου 30 καταθέσεις από νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό στο πλαίσιο της διπλής εισαγγελικής έρευνας για τους θανάτους της Ίριδας και της Μαλένας, των άλλων δύο παιδιών της οικογένειας Δασκαλάκη.
Επίσης, άλλο ένα στοιχείο που ενδεχομένως θα καθορίσει την εξέλιξη της έρευνας είναι η πραγματογνωμοσύνη των ιατροδικαστών, που διορίστηκαν από την εισαγγελία, Νίκου Καρακούκη και Νίκου Καλόγρηα, οι οποίοι όπως φαίνεται θα χρειαστούν περίπου ένα μήνα ακόμα μέχρι να ολοκληρώσουν το «ξεσκόνισμα» των ιατρικών φακέλων.
Πώς περιγράφουν τη Ρούλα Πισπιρίγκου οι γιατροί
«Αδιάφορη» περιγράφουν τη Ρούλα Πισπιρίγκου, γιατροί και νοσηλευτές σε όλες τις κρίσιμες στιγμές της Τζωρτζίνας, ενώ την χαρακτηρίζουν σχεδόν εμμονική ως προς το να εισαχθεί στο νοσοκομείο το παιδί.
Μάλιστα, όπως περιέγραψε η γιατρός, η οποία ήταν το πρώτο πρόσωπο που συνάντησε στο νοσοκομείο την μικρή Τζωρτζίνα στα επείγοντα περιστατικά, η Ρούλα Πισπιρίγκου εμφανίστηκε στο νοσοκομείο λέγοντας πως το κοριτσάκι της είχε εμφανίσει νωρίτερα σπασμούς, χωρίς όμως να είναι σαφής και συγκεκριμένη. «Εμφανίστηκε με την κόρη της, έλεγε πως το παιδάκι έχει σπασμούς, αλλά όταν την ρώτησα πιο συγκεκριμένα πράγματα, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Αν και ήταν ασαφής ως προς τι ακριβώς εμφάνισε το παιδί, εμείς κάναμε κανονικά εισαγωγή για να γίνουν περισσότερες εξετάσεις, οι οποίες ήταν όλες καθαρές. Μάλιστα, στο νοσοκομείο δεν έκανε κάποιο επεισόδιο» φέρεται να κατέθεσε μεταξύ άλλων στην ανακρίτρια η συγκεκριμένη γιατρός.
Συγκλονιστικές λεπτομέρειες ήρθαν στη δημοσιότητα και από την κατάθεση του παιδοκαρδιολόγου της Τζωρτζίνας στο Ωνάσειο, Γιάννη Παπαγιάννη ο οποίος περιέγραψε στην κατάθεση του πώς και γιατί μπήκε η συσκευή του απινιδωτή και βηματοδότη στην Τζωρτζίνα, αν και πότε λειτούργησε, καθώς και τα σήματα που έστελνε η μητέρα χωρίς να καταγράφεται κάτι ανησυχητικό από το μηχάνημα.
«Θέλω να σας πω ότι η καρδιά του συγκεκριμένου παιδιού υπέστη μία πολύ μεγάλη δοκιμασία κατά τη διάρκεια του πρώτου περιστατικού ανακοπής στο Καραμανδάνειο, όπου επί πενήντα λεπτά βρισκόταν σε καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, κατά την οποία η οξυγόνωση και η αιμάτωση πάντοτε είναι κατώτερη του φυσιολογικού και εντούτοις δεν διαπιστώθηκε η παραμικρή δυσλειτουργία της, γεγονός που συνηγορεί τόσο για τις εξαιρετικές προσπάθειες των γιατρών, όσο και για την άριστη ποιότητα της καρδιάς», φέρεται να λέει ο κ. Παπαγιάννης.
«Το παιδί ήρθε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο μας και νοσηλεύτηκε από το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου μέχρι και τις αρχές Ιουνίου. (…). Καθ΄ όλη τη διάρκεια της νοσηλείας του βρισκόταν στην Παιδοκαρδιολογική Μονάδα Εντατικής Θεραπείας υπό συνεχή παρακολούθηση σε μόνιτορ. Το παιδί υπεβλήθη σε πλήρη καρδιολογικό έλεγχο ο οποίος περιελάμβανε ηλεκτροκαρδιογράφημα, υπερηχογράφημα καρδιάς, φαρμακευτική δοκιμασία προκαϊναμίδης, για το Σύνδρομο Brugada και είχε επίσης υποβληθεί σε εκτεταμένο γενετικό έλεγχο για την πιθανότητα ύπαρξης κάποιου γενετικού αρρυθμιογόνου αιτίου αιφνίδιου θανάτου – καρδιακής ανακοπής. (…) Κατά τον έλεγχο όλων αυτών που σας προανέφερα δεν διαπιστώθηκαν αρρυθμιογόνα σύνδρομα, ούτε συγγενείς ή επίκτητες καρδιοπάθειες, ούτε μυοκαρδιοπάθειες, ενώ η λειτουργία της καρδιάς ήταν απολύτως φυσιολογική» φέρεται να εξηγεί.
Οι εξετάσεις της Τζωρτζίνας ήταν πολύ καλές, αλλά τοποθετήθηκε η συσκευή του απινιδωτή και του βηματοδότη, ύστερα από επιθυμία των γονιών της.
«Έγινε πλήρης καρδιολογικός έλεγχος, αποφασίστηκε η τοποθέτηση του απινιδωτή για την αντιμετώπιση τυχόν άγνωστου αίτιου αιφνίδιου θανάτου, το οποίο όμως εμείς καθόλη τη διάρκεια της νοσηλείας του δεν είχαμε διαγνώσει. Η τοποθέτηση του απινιδωτή ήταν επιθυμία των γονέων, παρά την απουσία σαφούς καρδιολογικής διάγνωσης».
Όπως εξηγεί ο ιδιος, η συσκευή μπήκε και ορίστηκε ένα κατώτερο όριο 60 σφύξεων και ένα ανώτατο όριο 222, πάνω από το οποίο θα σήμαινε κόκκινος συναγερμός και ο γιατρός θα ειδοποιούνταν με μήνυμα. Ωστόσο, το μηχάνημα δεν έστειλε ποτέ σήμα, αλλά τα μόνα μηνύματα που έλαβε ο γιατρός ήταν περίπου 190 στον αριθμό από την Ρούλα Πισπιρίγκου, που του ζητούσε να την ενημερώνει για τη λειτουργία της καρδιάς της Τζωρτζίνας.
«Μετά την τοποθέτηση του απινιδωτή λάμβανε μονίμως πληροφορίες, κατόπιν ενεργοποίησης του από τη μητέρα, λόγω ανησυχίας για την κατάσταση του παιδιού. Σε όλα αυτά τα μηνύματα, δεν κατεγράφη κανένα επεισόδιο αρρυθμίας και τεκμηριώθηκε η καλή λειτουργία της συσκευής» ανέφερε ο γιατρός και συμπλήρωσε:
«Το παιδί δεν περίμενα να πεθάνει αιφνιδίως από κάποια αρρυθμία διότι δεν κατεγράφη ούτε ταχυαρρυθμία, ούτε σοβαρή βραδυκαρδία, μη ανταποκρινόμενη στη βηματοδότηση. Η συστολική λειτουργία της καρδιάς επίσης έχει ελεγχθεί στο Ωνάσειο και ήταν φυσιολογική. Ως εκ τούτου, οι πιθανές αιτίες του τελικού συμβάντος φαίνεται να είναι έξω καρδιακές».
cnn.gr