Σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα: Πόσο διαρκεί η ανάρρωση μετά την εγχείρηση

Πόσο ρεαλιστικές είναι οι προσδοκίες των ασθενών που χειρουργούνται για το σύνδρομο. Τι δείχνουν οι υπάρχουσες μελέτες. Ποιοι παράγοντες καθορίζουν τη διάρκεια της ανάρρωσης μετά την επέμβαση.

Ανάγκη για περισσότερη και καλύτερη ενημέρωση για τη διάρκεια της ανάρρωσης μετά την χειρουργική θεραπεία για το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα χρειάζονται οι ασθενείς, σύμφωνα με τα ευρήματα πρόσφατων μελετών για την πάθηση.

Όπως δείχνουν οι μελέτες, οι συστάσεις των χειρουργών δεν είναι ενιαίες, αλλά παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις. Επιπλέον, σε πολλές περιπτώσεις άλλες προσδοκίες είχαν οι ασθενείς από την επέμβαση και άλλα τους προέκυψαν.

Ρόλο στο όλο πρόβλημα φαίνεται πως παίζουν ποικίλοι παράγοντες, άλλοι εκ των οποίων αφορούν τους ίδιους τους ασθενείς (π.χ. το είδος της εργασίας τους) και άλλοι τους χειρουργούς (π.χ. πόσο έμπειροι είναι στην συγκεκριμένη επέμβαση).

Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι μια συχνή διαταραχή, κατά την οποία αναπτύσσει οίδημα (πρήξιμο) ο «σωλήνας» που σχηματίζουν τα οστά του καρπού, συμπιέζοντας ένα από τα νεύρα που διέρχονται από μέσα του. Το νεύρο αυτό λέγεται μέσο νεύρο και η συμπίεσή του επηρεάζει την αίσθηση και τη λειτουργία του χεριού.

Υπολογίζεται ότι ποσοστό 5% ή και υψηλότερο του ενήλικου πληθυσμού πάσχει από το σύνδρομο. Οι γυναίκες προσβάλλονται συχνότερα από αυτό (είναι τριπλάσιες από τους άνδρες ασθενείς).

Τα ύποπτα συμπτώματα

Το σύνδρομο προκαλεί ποικίλα συμπτώματα στα οποία συμπεριλαμβάνονται:

  • Πόνος στα δάκτυλα και την άκρα χείρα
  • Υπαισθησία (μειωμένη αίσθηση) στο προσβεβλημένο χέρι
  • Αίσθημα «μυρμηγκιάσματος» στο χέρι
  • Μούδιασμα στον αντίχειρα, τον δείκτη, τον μέσο και το ήμισυ του παράμεσου δακτύλου
  • Προοδευτική εξασθένιση των μυών του αντίχειρα

«Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα σχετίζεται με έντονη λειτουργική δυσκολία και η  θεραπεία στοχεύει στη μείωση της συμπίεσης του μέσου νεύρου», εξηγεί ο ορθοπεδικός-χειρουργός δρ Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, διευθυντής της Ορθοπεδικής Κλινικής και του Τμήματος Αναίμακτης-Μη Μεταγγιστικής Ορθοπεδικής Χειρουργικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών – Κλινική Περιστερίου.

Στα αρχικά στάδια η θεραπεία είναι συντηρητική. Συνίσταται στην τοποθέτηση νάρθηκα και την λήψη ή έγχυση κορτικοστεροειδών φαρμάκων. Εάν οι μέθοδοι αυτοί δεν αποδώσουν, μπορεί να χρειασθεί χειρουργική επέμβαση για την απελευθέρωση του μέσου νεύρου.

Η μετεγχειρητική ανάρρωση

«Οι περισσότερες επεμβάσεις πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου των ασθενών. Επομένως, η επιστροφή στα επαγγελματικά καθήκοντά τους μετά την εγχείρηση αποτελεί μείζον ζήτημα γι’ αυτούς», τονίζει ο κ. Τριανταφυλλόπουλος. «Ωστόσο η διάρκεια της ανάρρωσης ποικίλλει ευρέως. Κυμαίνεται από λίγες ημέρες έως αρκετούς μήνες».

Οι λόγοι αυτής της διακύμανσης είναι σύνθετοι και περιλαμβάνουν τόσο ατομικούς όσο και εργασιακούς παράγοντες.

Μία από νεότερες μελέτες για το θέμα δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση Journal of Hand Surgery. Οι ερευνητές ρώτησαν σχετικώς 173 χειρουργούς άκρας χείρας και 137 φυσιοθεραπευτές.

Το είδος της εργασίας των ασθενών φάνηκε να επηρεάζει σημαντικά τη σύσταση για επιστροφή σε αυτήν. Η μέση διάρκεια της αναρρωτικής άδειας ήταν:

  • 7 ημέρες για τους υπαλλήλους γραφείου
  • 15 ημέρες για τους ασθενείς που έκαναν ελαφρές χειρωνακτικές εργασίες
  • 30 ημέρες για τους ασθενείς που έκαναν βαριές χειρωνακτικές εργασίες

Ωστόσο η διακύμανση σε κάθε υποκατηγορία ήταν πολύ μεγάλη. Η μέγιστη άδεια έφτανε:

  • Τις 30 ημέρες για τους υπαλλήλους γραφείου
  • Τις 56 ημέρες για τους ασθενείς που έκαναν ελαφρές χειρωνακτικές εργασίες
  • Τις 90 ημέρες για τους ασθενείς που έκαναν βαριές χειρωνακτικές εργασίες

Στη διακύμανση αυτή καθοριστικό ρόλο φάνηκε να παίζει η εμπειρία των χειρουργών. Όσοι είχαν χειρουργήσει περισσότερους από 70 ασθενείς με σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα κατά τους προηγούμενους 12 μήνες, τους επέτρεπαν να επιστρέφουν ταχύτερα στην εργασία τους.

Αυτό, βεβαίως, συνοδευόταν και από πρόσθετε συμβουλές. Παραδείγματος χάριν να αποφεύγουν για μερικές εβδομάδες τις δραστηριότητες που μπορεί να βλάψουν το τραύμα (π.χ. άρση βάρους).

Εξατομικευμένη προσέγγιση

Σημαντικό ποσοστό, ωστόσο, των συμμετεχόντων τόνισαν ότι οι συμβουλές τους εξατομικεύονται σε κάθε ασθενή ξεχωριστά.

«Η επιστροφή στην εργασία πολύ νωρίς μετά από μια επέμβαση καρπιαίου σωλήνα εγκυμονεί κινδύνους, όπως λοίμωξη και αργή επούλωση. Αντίθετα, η καθυστερημένη επιστροφή στην εργασία μπορεί να έχει οικονομικές συνέπειες», τονίζει ο κ. Τριανταφυλλόπουλος.

Όπως εξηγεί, η απόφαση για τον σωστό χρόνο επιστροφής εξαρτάται κυρίως από τις συμβουλές που παρέχονται από τον χειρουργό. Δεν υπάρχει όμως μια «συνταγή» για όλους. Πρόσθετοι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάρρωση και την επιστροφή στην εργασία είναι:

  • Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων που προκαλούσε το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα
  • Η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε για την απελευθέρωση του μέσου νεύρου
  • Η πιστή εφαρμογή των μετεγχειρητικών οδηγιών

Το είδος της επέμβασης

Η κλασική ανοιχτή χειρουργική επέμβαση έχει υψηλότερα ποσοστά επιπλοκών, λέει ο κ. Τριανταφυλλόπουλος. Τέτοιες επιπλοκές είναι λ.χ. η αιμορραγία και οι βλάβες του μέσου και του ωλένιου νεύρου.

Επιπλέον, λόγω της μεγάλης τομής η ανάρρωση μπορεί να διαρκέσει από μερικές εβδομάδες έως αρκετούς μήνες.

Αντιθέτως, η ενδοσκοπική διάνοιξη έχει ελάχιστα ποσοστά αποτυχίας και επιπλοκών. Έχει επίσης λιγότερη μετεγχειρητική νοσηρότητα και μικρότερο χρόνο ανάκτησης της δύναμης.

Προκαλεί επίσης αισθητά λιγότερο πόνο και ευαισθησία, με αποτέλεσμα να συνοδεύεται από σημαντικά ταχύτερο χρόνο ανάρρωσης.

Φωτογραφία: iStock


Πηγή