Tην ανησυχία της για το ενδεχόμενο η παγκόσμια οικονομία να οδηγηθεί σε ύφεση το 2023, εξαιτίας πιθανών «περαιτέρω δυσμενών κρίσεων» εκφράζει η Παγκόσμια Τράπεζα.
Στην εξαμηνιαία έκθεσή της «Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές» που αναμένεται να δημοσιευτεί την Τρίτη η Παγκόσμια Τράπεζα, προειδοποιεί – σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg για τον κίνδυνο ύφεσης εκτιμώντας ότι τα μικρά κράτη θα είναι ιδιαίτερα ευάλωτα.
Ακόμη και χωρίς άλλη κρίση, η παγκόσμια ανάπτυξη φέτος «αναμένεται να επιβραδυνθεί απότομα, αντανακλώντας τη σύγχρονη αυστηροποίηση της πολιτικής με στόχο τον περιορισμό του πολύ υψηλού πληθωρισμού, την επιδείνωση των χρηματοοικονομικών συνθηκών και τις συνεχείς αναταράξεις από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία», αναφέρει η Παγκόσμια Τράπεζα.
Απαιτούνται «επείγουσες παγκόσμιες και εθνικές προσπάθειες» για να μετριαστεί ο κίνδυνος μιας τέτοιας ύφεσης καθώς και αύξησης του χρέους στις αναδυόμενες αγορές και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπου η αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να παραμείνει κάτω από τον μέσο όρο των τελευταίων δύο δεκαετιών, σύμφωνα με την τράπεζα που εδρεύει στην Ουάσιγκτον.
«Είναι κρίσιμο οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες αγορές να διασφαλίσουν ότι οποιαδήποτε δημοσιονομική στήριξη επικεντρώνεται σε ευάλωτες ομάδες, ότι οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό τον κρατούν υπό έλεγχο και ότι τα χρηματοοικονομικά συστήματα συνεχίζουν να είναι ανθεκτικά», ανέφερε.
Παρόμοιες απαιτήσεις έχουν διατυπωθεί από κεντρικούς τραπεζίτες από όλο τον κόσμο, καθώς αυξάνουν επιθετικά τα επιτόκια ώστε να μειώσουν τις πιέσεις στις τιμές, ενώ οι κυβερνήσεις υποστηρίζουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά περιορίζοντας το ενεργειακό κόστος.
Η Διευθύνουσα Σύμβουλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα ξεκίνησε το 2023 με μια προειδοποίηση ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει «μια δύσκολη χρονιά, πιο σκληρή από τη χρονιά που αφήνουμε πίσω μας». Το ένα τρίτο της παγκόσμιας οικονομίας θα βρίσκεται σε ύφεση επειδή οι ΗΠΑ, η ΕΕ και η Κίνα επιβραδύνουν ταυτόχρονα, είπε στο αμερικανικό δίκτυο CBS, στην εκπομπή «Face the Nation», σε μια συνέντευξη που μεταδόθηκε την 1η Ιανουαρίου.