Όταν ο βασιλιάς της Νορθουμβρίας (*) άγιος Οσβάλδος [5 Αυγ.], αποφάσισε να συνεχίσει την ιεραποστολή που είχε διακοπεί μετά τον θάνατο του αγίου Έντουιν (†633), απευθύνθηκε στους μοναχούς της περίφημης Μονής Αϊόνα (περί το 635). Ο ιεραπόστολος όμως που στάλθηκε για να ευαγγελίσει τους Σάξωνες υποχρεώθηκε να επιστρέψει σύντομα στην χώρα του.
Οι πατέρες της μονής συγκεντρώθηκαν για να εξετάσουν τους λόγους της αποτυχίας αυτής και ο όσιος Αϊντάν παρατήρησε ότι δεν ήταν σωστό να επιβάλλεται εξ αρχής στους πληθυσμούς αυτούς όλη η αυστηρότητα του ευαγγελικού νόμου, αλλά έπρεπε, σύμφωνα με τις συστάσεις του Αποστόλου των εθνών, να τους τρέφει κανείς με το «γάλα» της διδασκαλίας προκειμένου να οδηγηθούν σιγά-σιγά στην τήρηση των ανώτερων εντολών (Α’ Κορ. 3:2).
Θαυμάζοντας την διάκρισή του, την θεμελιώδη αρχή όλων των αγίων αρετών, οι πατέρες αποφάσισαν αμέσως να τον χειροτονήσουν επίσκοπο και να τον στείλουν σε ιεραποστολή στην Νορθουμβρία. Φθάνοντας εκεί, ο όσιος Αϊντάν ίδρυσε στο νησί Λιντισφάρν, κοντά στην βασιλική κατοικία του Μπάμπουργκ, μία μονή που σύμφωνα με την κελτική παράδοση αποτελούσε συγχρόνως και έδρα της επισκοπής του. Με την βοήθεια του βασιλιά, που του χρησίμευε συχνά και ως μεταφραστής, άρχισε τα ιεραποστολικά ταξίδια του στην απέραντη επισκοπή του, επικεντρώνοντας τις προσπάθειές του προς την Βερνικία.
Ταξιδεύοντας πάντα πεζός, ακολουθούμενος από μία ομάδα κληρικών και μοναχών που τηρούσαν στο ταξίδι όλα τα μοναχικά καθήκοντά τους, κήρυττε όχι μόνο σε δημόσια μέρη, αλλά πήγαινε από σπίτι σε σπίτι για να προσφέρει το φως της Πίστεως σε εκείνους που ήσαν ακόμη ειδωλολάτρες ή να στερεώσει τους πιστούς. Ζούσε με πτωχεία και πλήρη αποταγή από τα επίγεια πράγματα, γεγονός που του επέτρεπε να επικρίνει με παρρησία τους πλούσιους και ισχυρούς.
Η μεγαλύτερη χαρά του ήταν να μοιράζει στους φτωχούς ό,τι του πρόσφεραν ή να εξαγοράζει αιχμαλώτους και δούλους, προετοιμάζοντας τους καλύτερους μεταξύ τους για την ιερωσύνη. Παντού όπου περνούσε, ίδρυε εκκλησίες και μοναστήρια, στα οποία άφηνε μοναχούς για να μαθαίνουν γράμματα στα παιδιά, όπως ήταν το έθος στα ιρλανδικά μοναστήρια.
Προκαλώντας τον θαυμασμό όλων με την εγκράτειά του, ο όσιος επίσκοπος ήταν ο πρώτος που έκανε πράξη αυτό που δίδασκε, εμπνέοντας έτσι με το παράδειγμά του στους αγροίκους αυτούς πληθυσμούς την γλυκύτητα των ευαγγελικών ηθών. Ενεθάρρυνε και τους λαϊκούς ακόμη να τηρούν τις νηστείες και να χρησιμοποιούν την μορφή των προσευχών των μοναχών, ενώ τους προέτρεπε όλους να τείνουν προς την τελειότητα.
Υπήρξε πνευματικός πατέρας της αγίας Χίλντα [17 Νοεμ.] και ίδρυσε τα πρώτα γυναικεία μοναστήρια στο βασίλειο της Νορθουμβρίας. Η ιεραποστολική δράση τού οσίου Αϊντάν ήταν τέτοια, που μπορεί να πει κανείς ότι ήταν περισσότερο κι από τον άγιο Αυγουστίνο Καντερβουρίας [26 Μαΐου] ο αληθινός «απόστολος» της Αγγλίας.
Μετά τον θάνατο του αγίου Οσβάλδου (642), ο όσιος Αϊντάν απέκτησε την φιλία του βασιλιά του Ντέιρα, Όσβιν (642-651). Μία ημέρα, ο ηγεμόνας δώρισε σ’ αυτόν το καλύτερο άλογό του με την λαμπρή ιπποσκευή του, αλλά ο επίσκοπος το έδωσε ως ελεημοσύνη λίγο αργότερα σε έναν ζητιάνο. Σε ένα δείπνο στο οποίο είχε καλέσει τον όσιο, ο βασιλιάς τον επέκρινε για την σπατάλη του. Ο Αϊντάν απάντησε: «Μεγαλειότατε, τούτο το άλογο που είναι τέκνο μιας φοράδας είναι για σένα πολυτιμότερο από αυτόν τον άνθρωπο που είναι τέκνο του Θεού;»
Κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ο όσιος επίσκοπος συνήθιζε να αποσύρεται στην έρημη νησίδα Φαρν για να επιδοθεί απερίσπαστος στην νηστεία και στην προσευχή. Κάποτε είδε από κει μία φωτιά που είχε ανάψει ο Πέντα, βασιλιάς της Μερκίας, να απειλεί την πόλη και το παλάτι του Μπάμπουργκ και ευθύς ύψωσε τα χέρια προς τον ουρανό, επικαλούμενος με δάκρυα την θεϊκή συνδρομή. Την ίδια στιγμή, ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και οι φλόγες στράφηκαν κατά των επιτιθέμενων που τράπηκαν σε φυγή.
Σύμφωνα με την πρόρρηση του οσίου Αϊντάν, ο βασιλιάς Όσβιν έπεσε νεκρός σε μια μάχη κατά τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των βασιλιάδων της Βερνικίας και του Ντέιρα. Δώδεκα ημέρες μετά τον θάνατο του βασιλιά, ο όσιος επίσκοπος παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό, στο Μπάμπουργκ, και το σώμα του ενταφιάσθηκε στο Λιντισφάρν (31 Αυγ. 651).
(*) Η Νορθουμβρία ήταν το ένα από τα επτά βασίλεια, στα οποία διαιρούνταν τότε η Αγγλία, και η ίδια χωριζόταν σε δύο τμήματα, τη Βερνικία και το Ντέιρα.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Αύγουστος, 31. Εκδόσεις Ορμύλια.
Πηγή