«Η νέα Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα αποτελεί ένα ακόμη βήμα προόδου της χώρας. Η ελληνική οικονομία αξιολογείται θετικά για 10η συνεχή φορά στο διάστημα που κυβερνά η Νέα Δημοκρατία. Αρχικά για τον τρόπο που αμύνθηκε στην πανδημία. Και, τώρα, για τη δράση της απέναντι στην ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια που προκαλεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία»αναφέρει σε δήλωσή του ο κ. Μητσοτάκης.
«Μετά την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, την πρόωρη απελευθέρωση από τα δάνεια του ΔΝΤ και τις αναβαθμίσεις των διεθνών οίκων, η εξέλιξη αυτή ανοίγει τον δρόμο για την έξοδο από το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας. Και καθιστά, πλέον, εφικτό τον εθνικό στόχο η πατρίδα μας να ενταχθεί στην επενδυτική βαθμίδα το 2023» σημειώνει.
«Κλείνει, έτσι, οριστικά μία πολυετής οικονομική δοκιμασία», επισημαίνει ο πρωθυπουργός.
«Οι κοινές προσπάθειες πολιτών και Πολιτείας αποδίδουν. Και η διεθνής αναγνώριση μας δίνει κουράγιο να επιμείνουμε στην προστασία της κοινωνίας και στην ανάπτυξη της οικονομίας. Χωρίς πανηγυρισμούς, αλλά με αίσθημα ευθύνης και αφοσίωσης. Με σκληρή και μεθοδική δουλειά. Παρά τη δύσκολη συγκυρία, η Ελλάδα αλλάζει και βαδίζει μπροστά με αυτοπεποίθηση. Συνεχίζουμε!» καταλήγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Σήμα εξόδου της Ελλάδας από την ενισχυμένη εποπτεία τον Αύγουστο
Θετική είναι η έκθεση των θεσμών για την 14η αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας ανοίγοντας το δρόμο για το τερματισμό του καθεστώτος της ενισχυμένης εποπτείας έως τις 20 Αυγούστου.
Την ίδια ώρα, στην έκθεση για το ευρωπαϊκό εξάμηνο, η Κομισιόν προτείνει την επέκταση της ρήτρας διαφυγής από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας για όλα τα κράτη μέλη, ωστόσο βάζει αστερίσκους για χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος όπως η Ελλάδα, επισημαίνοντας την ανάγκη περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής για την σταδιακή μείωση του χρέους.
Στην έκθεση για την αξιολόγηση αναφέρεται ότι «η Ελλάδα έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να επιτύχει τις συμφωνημένες δεσμεύσεις, παρά τις δύσκολες συνθήκες που προκλήθηκαν από τις οικονομικές επιπτώσεις των νέων κυμάτων της πανδημίας καθώς και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία».
«Οι Αρχές έχουν ολοκληρώσει μια σειρά από συγκεκριμένες δεσμεύσεις στους τομείς της δημόσιας οικονομικής διαχείρισης, της φορολογίας ακινήτων, των επιδομάτων αναπηρίας, των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων και της δικαιοσύνης και συμφώνησαν για την επέκταση της εντολής του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας», επισημαίνει η Κομισιόν.
Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ χαιρετίζουν τη στενή και εποικοδομητική δέσμευση σε όλους τους τομείς και ενθαρρύνουν τις αρχές να διατηρήσουν τη δυναμική και, όπου χρειάζεται, να ενισχύσουν τις προσπάθειες, ιδίως όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις στον τομέα των πολιτικών του χρηματοπιστωτικού τομέα, της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, του κτηματολογίου, κωδικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας και επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων για την εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Η έκθεση θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για να αποφασίσει το Eurogroup για την απελευθέρωση της επόμενης δέσμης μέτρων για το χρέος, επισημαίνεται.
Η επιτυχής υλοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των δεσμεύσεων πολιτικής και η αποτελεσματική εφαρμογή μεταρρυθμίσεων βελτίωσαν την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και ενίσχυσαν τη χρηματοπιστωτική της σταθερότητα. Αυτό έχει μειώσει σημαντικά τους κινδύνους δυσμενών δευτερογενών επιπτώσεων σε άλλα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, αντιμετωπίζοντας έτσι αποτελεσματικά την προϋπόθεση στην οποία βασίζεται η εφαρμογή ενισχυμένης εποπτείας. Οι Αρχές παραμένουν προσηλωμένες στην εφαρμογή της μεταρρύθμισης και στην ολοκλήρωση των εκκρεμών στοιχείων. Βάσει αυτών των εκτιμήσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ίσως δεν παρατείνει την ενισχυμένη επιτήρηση μετά τη λήξη της στις 20 Αυγούστου 2022.
Η πρόταση της Κομισιόν για τους δημοσιονομικούς κανόνες
Για τους δημοσιονομικούς κανόνες, η Κομισιόν προτείνει την συνέχιση της ευελιξίας για το 2023 με παράταση της ρήτρας διαφυγής αλλά σημειώνει ότι τα κράτη-μέλη με υψηλό χρέος θα πρέπει να διασφαλίσουν μια συνετή δημοσιονομική πολιτική το 2023 με συγκράτηση της αύξησης των εθνικών τρεχουσών δαπανών κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, λαμβάνοντας υπόψη τη συνεχιζόμενη, προσωρινή και στοχευμένη στήριξη των ευάλωτων νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στην ενεργειακή κρίση.
Σύμφωνα με τη Κομισιόν οι χώρες με χρέος πάνω από 60% του ΑΕΠ τους θα πρέπει να ακολουθήσουν μια δημοσιονομική πολιτική με στόχο την επίτευξη σταδιακής μείωσης του χρέους και δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα, μέσω σταδιακής μείωσης των ελλειμμάτων τους και της ενίσχυσης των επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων.
Υψηλότερα πλεονάσματα ζητά πλέον η ΕΕ
Μόνον εάν η Ελλάδα πετύχει μεσοπρόθεσμα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα το χρέος της θα παραμείνει σε βιώσιμη τροχιά. Αυτό προκύπτει από την 14η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Σύμφωνα με την έκθεση, δεδομένου του υψηλού επιπέδου του ελληνικού χρέους, η ανάλυση βιωσιμότητας συνοδεύεται από υψηλά ρίσκα.
Στο βασικό σενάριο της Κομισιόν, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται σε περίπου 32% το 2060, ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μειώνονται κάτω από το 10% μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, το εν λόγω σενάριο προβλέπει πως η Ελλάδα από το 2023 έως το 2060 θα καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα που σε μέσα επίπεδα θα είναι στο 2,6% του ΑΕΠ.
Μέχρι σήμερα το σενάριο βιωσιμότητας του χρέους προέβλεπε πως η Ελλάδα από το 2023 έως το 2060 θα καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα που σε μέσα επίπεδα θα είναι στο 2,2% του ΑΕΠ.
Η αύξηση του στόχου για τα πλεονάσματα κατά 0,4% επελέγη από την ΕΕ για να βγαίνουν τα νούμερα. Δεδομένου του προβλεπόμενου διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου για το 2023 και των παραδοχών για το κόστος της δημογραφικής γήρανσης.
Σύμφωνα με τους νέους υπολογισμούς της ΕΕ το πρωτογενές πλεόνασμα το 2023 θα ανέλθει στο 1,3% του ΑΕΠ – λαμβάνει υπόψη τη ρήτρα διαφυγής-, ωστόσο το 2024 το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να ανέλθει στο 2,7% του ΑΕΠ.
Στο δυσμενές σενάριο όπου η Ελλάδα θα καταγράψει σημαντικά χαμηλότερο πρωτογενές ισοζύγιο για την περίοδο 2023-2060, το χρέος εξακολουθεί να παραμένει σε πτωτική τροχιά, αλλά μειώνεται με πολύ πιο αργό ρυθμό, παραμένοντας πάνω από το 100% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του ορίζοντα προβολής (2060). Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες είναι επίσης πιο αυξημένες, καθώς κυμαίνονται γύρω στο 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και ελαφρώς πάνω από το 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα.
«Η νέα δημοσιονομική πορεία συνεπάγεται κατά μέσο όρο σημαντικά υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με την προηγούμενη δημοσιονομική παραδοχή. Η επίτευξη και η διατήρηση ενός μέσου πρωτογενούς πλεονάσματος 2,6% σε σχεδόν 40 χρόνια, είναι εξαιρετικά φιλόδοξη και θα απαιτούσε δημοσιονομική πειθαρχία που δεν έχει προηγούμενο σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη της ΕΕ», αναφέρει η έκθεση της Κομισιόν.
cnn.gr