Λεωνίδα, είσαι Αγρινιώτης, γέννημα θρέμμα;
Εγώ και τα αδέλφια μου γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στο Αγρίνιο. Ο πατέρας μου είχε καταγωγή από την περιοχή της Δωρίδας, αλλά μετά τον πόλεμο υπηρέτησε ως καθηγητής σε Γυμνάσια του Αγρινίου και παντρεύτηκε τη μητέρα μου που ήταν Αγρινιώτισσα. Έτσι άνοιξαν στο Αγρίνιο το σπιτικό τους.
Που μεγάλωσες, ποια είναι η γειτονιά σου;
Το πατρικό μου σπίτι είναι ακριβώς δίπλα από το γήπεδο του Παναιτωλικού. Όταν ξυπνούσα το πρωί αυτό το γήπεδο έβλεπα και όταν τελείωνα στο σχολείο εκεί κλοτσούσα και τη μπάλα.
Ουσιαστικά απάντησες και στην ερώτηση που ήθελα να κάνω πώς έγινες ποδοσφαιριστής.
Κάθε ημέρα έβλεπα τους παίκτες που έκαναν προπόνηση, μπερδευόμουν και εγώ από πιτσιρικάς στα πόδια τους. Έπαιζα μπάλα και βλέποντας κάθε ημέρα και τις προπονήσεις του Παναιτωλικού, αυτό με επηρέασε πάρα πολύ βάζοντας στο μυαλό μου να παίξω και εγώ σε αυτή την ομάδα. Το σπίτι μας είναι ακριβώς δίπλα από το γήπεδο. Δεν είχα κάπου αλλού να πάω και ήμουν συνεχώς εκεί.
Εντάξει με τον Παναιτωλικό, αλλά τα μαθήματα;
Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής, μετά έγινε και Γυμνασιάρχης παλιάς κοπής. Πάσχιζε όλα τα παιδιά για να μάθουν γράμματα. Ήταν και αυστηρός. Πήγαινα και εγώ στο σχολείο που ήταν Γυμνασιάρχης. Υπήρχε πρόβλημα στην αρχή, με περιόριζε τις εξόδους για να μελετάω τα μαθήματα, αλλά εγώ έκλεβα τις ευκαιρίες και πήγαινα έστω και κρυφά στις προπονήσεις.
Όταν ήρθε μετά η ώρα να παίξεις ποδόσφαιρο στον Παναιτωλικό, πώς αντέδρασε ο πατέρας σου;
Κάναμε μία συμφωνία. Μου είπε «παίξε μπάλα, κάνε ότι θέλεις, αλλά θέλω καλούς βαθμούς». Και για να είμαι εντάξει και στα δύο έκανα το παν να είμαι καλός μαθητής για να μπορώ να παίξω ποδόσφαιρο. Στην αρχή τα κατάφερνα, αλλά μετά όχι. Στη συνέχεια αρρώστησε ο πατέρας μου είχαμε άλλα προβλήματα.
Πηγαίνοντας από πιτσιρικάς στις προπονήσεις, ποιους παίκτες θαύμαζες τότε στον Παναιτωλικό;
Τον παλιό έξω αριστερά της ομάδας, τον Τάκη Μπάθα. Ήταν σπουδαίος ποδοσφαιριστής. Θαύμαζα επίσης τους Βασίλη Μήτσου και Νίκο Κουτσογιάννη. Ο Κουτσογιάννης παραμένει μέχρι σήμερα ο πρώτος σκόρερ του Παναιτωλικού. Αυτός βοήθησε τους Μίχο, Αποστολάκη και Δημόπουλο να αναδειχθούν και να πάνε σε μεγάλες ομάδες. Είναι μια ιστορική μορφή του Παναιτωλικού.
Υπήρχαν αλάνες στο Αγρίνιο, που παίζατε μπάλα;
Μπάλα παίζαμε παντού, ακόμα και στις αυλές των σχολείων. Μπροστά από το γήπεδο του Παναιτωλικού υπήρχε αλάνα που παίζαμε μπάλα. Εκεί άρχισαν να με βλέπουν και να με παρακολουθούν οι παράγοντες της ομάδας και όταν έγιναν οι σχολικοί αγώνες ποδοσφαίρου στο γήπεδο του Παναιτωλικού, με εντόπισε ο Νίκος Κουτσογιάννης και ζήτησε να υπογράψω δελτίο, όπως και έγινε.
Πότε πήγες στον Παναιτωλικό;
Πήγα το 1972, μαθητής ακόμα του γυμνασίου, αμούστακο παιδί. Προπονητής ήταν ο Ζαχαρίας Πιτυχούτης, παλαιός ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού. Ένιωσα να εκπληρώνεται ένα όνειρο ζωής. Υπήρχαν αντιδράσεις στο σπίτι, αλλά εγώ έκανα την επανάστασή μου. Είπα θα παίξω στον Παναιτωλικό και ας γίνει ότι θέλει με τα υπόλοιπα. Δεν με ένοιαζε ούτε το σχολείο, ούτε τίποτα άλλο. Και αυτό το εκτίμησε ο κόσμος του Αγρινίου.
Τα πρώτα συναισθήματα ως ποδοσφαιριστής του Παναιτωλικού;
Όπως είπα και πριν, ήταν η εκπλήρωση ενός ονείρου ζωής που είχα πλάσει στο μυαλό και στη φαντασία μου, όταν από μαθητής έβλεπα τις προπονήσεις. Υπήρχαν ποδοσφαιριστές που ήταν 10 και 15 χρόνια μεγαλύτεροι από μένα σε ηλικία. Ήμουν όμως προσγειωμένο παιδί, τους σεβόμουν και όλοι τους με βοήθησαν. Ορισμένοι απ’ αυτούς είχαν και καθηγητή τον πατέρα μου, οπότε είχα μια καλή μεταχείριση.
Και το πρώτο επίσημο παιχνίδι;
Στο πρωτάθλημα Β’ Εθνικής, ήταν με τον ΠΑΣ Γιάννινα που είχε τότε τους έξι παίκτες από την Αργεντινή. Εγώ ήμουν κανονικά κεντρικό χαφ, αλλά επειδή χτύπησε ένας σέντερ μπακ, ο προπονητής έβαλε εμένα να φυλάξω τον Αλβαρέζ του ΠΑΣ. Ένας παίκτης που έμοιαζε με τανκ. Ψηλός, δυνατός, με μακριά μαλλιά και παρουσιαστικό Ινδιάνου. Τότε, ανάλογα με τη θέση που παίζαμε φορούσαμε και το αντίστοιχο νούμερο στη φανέλα. Όταν στην προθέρμανση είδε ο Αλβαρέζ να φορώ εγώ το νούμερο 5, ένα παιδί που δεν είχε πατήσει στα 17 του χρόνια, αδύνατο, με ένα παιδικό πρόσωπο, απόρησε. Ήρθε δίπλα μου, με χαιρέτησε, με αγκάλιασε, είδε ότι είχα άγχος και μου ευχήθηκε καλή επιτυχία. Νομίζω ότι τα πήγα καλά.
Η κλασική σου θέση ποια ήταν;
Έπαιζα ως οκτάρι και δεκάρι. Επιτελικό χαφ αλλά και από τα πλάγια δεξιά. Κατ’ εξαίρεση έπαιξα σέντερ μπακ στο πρώτο παιχνίδι.
Έζησες ως ποδοσφαιριστής την πρώτη άνοδο του Παναιτωλικού στην Α’ Εθνική, τη σεζόν 1974-75. Πώς ήρθε αυτή η μεγάλη επιτυχία;
Υπήρξαν κάποιοι παράγοντες, όπως οι Τριανταφύλλου, Καρακώστας, Λαδάς και άλλοι, που αποφάσισαν να οργανώσουν την ομάδα σε επαγγελματικά πρότυπα. Οι άνθρωποι αυτοί μάτωσαν οικονομικά, γιατί εκτός από τα εισιτήρια δεν υπήρχαν άλλοι πόροι. Βοήθησε πολύ στο να αλλάξει επίπεδα η ομάδα και ο προπονητής Γιώργος Χασιώτης. Μακριά από συναισθηματισμούς, άλλαξε στον βαθμό που έπρεπε το ρόστερ, έφερε και κάποιους δικούς του παίκτες από τη Βόρεια Ελλάδα και έτσι, γίναμε μια πολύ δυνατή ομάδα, που έφτασε στην Α’ Εθνική.
Διάβασα ότι η πρώτη άνοδος στην Α’ Εθνική έμοιαζε με θρίλερ, κρίθηκε στην τελευταία αγωνιστική.
Ισοβαθμούσαμε με τον Πανελευσινιακό στην πρώτη θέση. Τότε δεν υπήρχαν κριτήρια ισοβαθμίας, πήγαινες σε μπαράζ. Την τελευταία αγωνιστική, εμείς παίζαμε στο Αγρίνιο με τον ΑΟ Σύρου που ήταν προτελευταίος και ο Πανελευσινιακός έπαιζε στη Χαλκίδα. Το γήπεδο ήταν γεμάτο και περίπου τρεις με τέσσερις χιλιάδες φίλαθλοι ήταν απέξω. Βάζει στο μισάωρο ένα γκολ ο Γιακουμής, αλλά από το άγχος δεν μπορούσαμε να βάλουμε και ένα δεύτερο γκολ για να σιγουρέψουμε τη νίκη και να φύγει η πίεση. Φτάσαμε δέκα λεπτά πριν από το τέλος, έκανα εγώ το 2-0, και ακολούθησε καταιγίδα, κερδίσαμε με 6-0. Την ίδια ώρα, ο Πανελευσινιακός, παρά το γεγονός ότι η Χαλκίδα έβαλε τη δεύτερη ομάδα, δεν μπόρεσε να κερδίσει και έφερε 0-0. Έτσι ανεβήκαμε εμείς στην Α’ Εθνική με έναν βαθμό διαφορά.

Κάηκε το Αγρίνιο για την πρώτη άνοδο;
Κάηκε στην κυριολεξία. Ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός για την πόλη. Και μέχρι να αναλάβει την ηγεσία ο Φώτης Κωστούλας, που καθιέρωσε στη σύγχρονη εποχή τον Παναιτωλικό ως ομάδα Α’ Εθνικής, εκείνη η άνοδος ήταν επί πολλά χρόνια το σημαντικότερο γεγονός της Ιστορίας.
Σε τόσο μεγάλες επιτυχίες, σε μικρές επαρχιακές πόλεις, οι παίκτες φαντάζουν ως «λαϊκοί ήρωες». Ένιωσες αυτό το συναίσθημα;
Ήμασταν μια κλειστή κοινωνία. Το Αγρίνιο είχε τότε 40 με 50 χιλιάδες κατοίκους. Λίγο πολύ γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Δεν θα το έλεγα ότι ένιωθα λαϊκός ήρωας. Ήμουν ένα παιδί ντροπαλό και πολύ συνεσταλμένο, με έναν καθηγητή πατέρα που μου έλεγε από μικρός να έχω χαμηλά το κεφάλι, να σέβομαι όλο τον κόσμο, να είμαι ταπεινός. Παρότι βγαίναμε στους δρόμους του Αγρινίου και μας χαιρετούσε όλος ο κόσμος, εκδήλωνε την αγάπη του, εγώ δεν ένιωσα ποτέ ότι ήμουν κάτι ξεχωριστό από έναν άλλον συντοπίτη μου, επειδή έτυχε να κλωτσάω καλά τη μπάλα.
Οι πρώτες εντυπώσεις από την Α’ Εθνική;
Ήταν φοβερές εμπειρίες να παίζεις με αντιπάλους τον Δομάζο, τον Κούδα, τον Δεληκάρη, τον Χατζηπαναγή, τον Μίμη Παπαϊωάννου και άλλους παικταράδες εκείνης της εποχής. Προσαρμοστήκαμε γρήγορα στα νέα δεδομένα. Μας βοήθησε πολύ και ο Μπόμπεκ που είχε αντικαταστήσει τον Γιώργο Χασιώτη. Ήταν σπουδαίος προπονητής, μάθαμε πολλά απ’ αυτόν.
Λένε ότι ο Μπόμπεκ ήταν και πολύ αυστηρός.
Ήταν αυστηρός αλλά και δίκαιος. Αν του έκανες τη δουλειά που ήθελε, τα πήγαινες μια χαρά μαζί του. Μερικές φορές ήταν και ειρωνικός. Μάθαμε πολλά απ’ αυτόν, αλλά εγώ θεωρώ ότι ο Χασιώτης έβαλε τις βάσεις για τον Παναιτωλικό της Α’ Εθνικής. Εγώ τον σεβόμουν πολύ, τον θεωρούσα ποδοσφαιρικό πατέρα μου. Αυτός με ανακοίνωσε στο γήπεδο και τον θάνατο του πατέρα μου τη χρονιά που βγήκαμε στην Α’ Εθνική.

Αν δεν γινόμαστε αδιάκριτοι, μπορείς να μας περιγράψεις αυτή την δύσκολη στιγμή της ζωής σου; Σε αγώνα έγινε;
Όχι σε προπόνηση. Εγώ ήμουν ακόμα μαθητής, στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου Αρρένων Αγρινίου. Πήγα στο γήπεδο για προπόνηση, είχα ξεντυθεί και ετοιμαζόμασταν να βγούμε στον αγωνιστικό χώρο. Είχαν τηλεφωνήσει στο γήπεδο και τους είπαν ότι έφυγε από τη ζωή ο πατέρας μου. Ανέλαβε ο προπονητής Γιώργος Χασιώτης να μου το ανακοινώσει. Ζήτησε να πάω στο γραφείο του και θυμάμαι ακόμα τα λόγια του μετά από 50 χρόνια. Μου λέει: «Μικρέ, θέλω να σταθείς δυνατός, πέθανε ο πατέρας σου. Όλη η ομάδα θα είναι δίπλα σου. Εσύ να στηρίξεις και την υπόλοιπη οικογένεια. Να ξέρεις δεν θα είσαι μόνος».
Θύμισέ μας κάποια μεγάλα παιχνίδια εκείνης της εποχής, στη διετία 1975-77 της Α’ Εθνικής;
Όλα τα παιχνίδια με τις λεγόμενες μεγάλες ομάδες είχαν τεράστιο ενδιαφέρον. Στο Αγρίνιο τα εισιτήρια ήταν ανάρπαστα. Έβαλα ένα γκολ στο Καραϊσκάκη και χειροκρότησαν και οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού. Θυμάμαι ένα άλλο ματς στην Τούμπα με τον ΠΑΟΚ, όπου προηγήθηκε ο Παναιτωλικός με δικό μου γκολ. Όμως χάσαμε 2-1 γιατί μας έβαλε ο διαιτητής στα δίχτυα με τα πέναλτι που έδωσε. Πέρα από τα ματς της Α’ Εθνικής εμένα μου άρεσαν τα γειτονικά ντέρμπι με τον ΠΑΣ Γιάννινα και την Αναγέννηση Άρτας, όπως και με την Παναχαϊκή.
Τι έγινε σε εκείνο το επεισοδιακό παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ στο γήπεδο Αγρινίου που έκοψαν το αυτί του διαιτητή Ράμμου; Είναι μια ιστορία που αναπαράγεται και στις μέρες μας. Τον δάγκωσε φίλαθλος και του έκοψε το αυτί;
Έτσι πέρασε στον κόσμο, ότι του έκοψαν κομμάτι από το αυτί, αλλά δεν τον δάγκωσε κανένας. Όταν πήγε να φύγει από τον αγωνιστικό χώρο για να πάει στα αποδυτήρια, κάποιος προσπάθησε να τον χτυπήσει με ένα τελάρο και το τελάρο του έκοψε ένα πολύ μικρό κομμάτι από το αυτί. Όμως η φωτογραφία του διαιτητή Ράμμου που βγήκε στις εφημερίδες ήταν σοκαριστική, γιατί όλο το αριστερό αυτί ήταν δεμένο με μια μεγάλη γάζα και νόμιζε κανείς ότι του έκοψαν όλο το αυτί. Κόπηκε ένα πολύ μικρό κομμάτι. Την επόμενη χρονιά, τον είχαμε διαιτητή στον αγώνα με τον Πανιώνιο στη Νέα Σμύρνη και δεν φαινόταν καν ότι του έλειπε κομμάτι από το αυτί.

Έπαιξες σε αυτό το παιχνίδι Παναιτωλικός – ΠΑΟΚ 0-2 που έγινε στις 29 Φεβρουαρίου 1976;
Ήμουν στον πάγκο και είδα τι ακριβώς έγινε.
Τα ρεπορτάζ της εποχής περιγράφουν συγκλονιστικά γεγονότα.
Μεγαλοποιήθηκε το γεγονός και μας στιγμάτισε ως πόλη αλλά και ως ελληνικό ποδόσφαιρο. Ακόμα και σήμερα λένε ότι στο Αγρίνιο έκοψαν αυτί από διαιτητή. Προς Θεού, καταδικάζουμε το γεγονός, όπως και κάθε πράξη βίας, αλλά δόθηκαν υπερβολικές διαστάσεις.
Γιατί έγινε αυτός ο καυγάς με τον διαιτητή Ράμμο;
Υπήρχαν προηγούμενα από τον προηγούμενο εντός έδρας αγώνα με τον Παναθηναϊκό. Απέβαλε τον τερματοφύλακα Εφραίμοφ και τον Οικονόμου, από δικά του σφυρίγματα χάσαμε στο Αγρίνιο το παιχνίδι. Πριν ξεκινήσει το παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ, μπήκε ο διοικητής χωροφυλακής και του είπε να προσέξει, βράζει η εξέδρα. Του απάντησε «δεν φοβάμαι κανέναν, ήμουν μαυροσκούφης στον στρατό». Ο ΠΑΟΚ πήγαινε για πρωτάθλημα. Σε μια μονομαχία του Μίχου με τον Σαράφη, αντί για φάουλ υπέρ του Παναιτωλικού ο Ράμμος έδωσε πέναλτι σε βάρος του. Μετά έκανε νομίζω ο Αποστολίδης ή ο Κερμανίδης το 2-0 και στο τέλος έγιναν τα επεισόδια. Εκείνη τη σεζόν δεν ξαναπαίξαμε στο Αγρίνιο λόγω τιμωρίας και δίναμε σε άλλα γήπεδα τα εντός έδρας παιχνίδια. Αλλά με την αύξηση των ομάδων από 16 σε 18 σωθήκαμε εμείς και ο Πανσερραϊκός και αποφύγαμε τον υποβιβασμό.
Πώς έκλεισε η ποδοσφαιρική καριέρα σου;
Πήγα για δύο χρόνια στην Παναχαϊκή και έκλεισα την καριέρα μου πάλι στον Παναιτωλικό.
Ο Παναιτωλικός έχει μια μεγάλη επίδραση στην κοινωνία του Αγρινίου. Που οφείλεται;
Από την ίδρυσή του συντηρούσε άπορες οικογένειες, σπούδασε παιδιά, είχε νυχτερινή σχολή, έκανε τεράστιο κοινωνικό έργο γι’ αυτό είναι κομμάτι της τοπικής κοινωνίας. Είναι κάτι παραπάνω από ένας ποδοσφαιρικός σύλλογος. Γνωστό και το σύνθημα «ελιά, καπνός, Παναιτωλικός». Θα προσέθετα ότι Αγρίνιο σημαίνει Παναιτωλικός ή και το αντίστροφο. Του χρόνου συμπληρώνει 100 χρόνια Ιστορίας και πιστεύω ότι θα γιορταστεί με την δέουσα λαμπρότητα.
Παρακολουθείς τη σημερινή ομάδα;
Αν και τα τελευταία 45 χρόνια δεν ζω στο Αγρίνιο, ασφαλώς παρακολουθώ τον Παναιτωλικό. Είναι η ομάδα μου και ένα κομμάτι της ζωής μου. Το γήπεδο είναι το σπίτι μου και τα αποδυτήρια το δωμάτιό μου. Εκεί μεγάλωσα και έχω τα παιδικά βιώματα.
Εξακολουθεί να είναι στην Α’ Εθνική, τη Σούπερ Λιγκ όπως τη λένε τώρα, σε αντίθεση με άλλες ιστορικές ομάδες που κατέρρευσαν.
Ο Παναιτωλικός, το Αγρίνιο και γενικότερα η Αιτωλοακαρνανία, οφείλουν πολλά στον Φώτη Κωστούλα. Άλλαξε ριζικά τη μοίρα της ομάδας. Θυμάστε πως ήταν το γήπεδο πριν και πως είναι τώρα. Ο Παναιτωλικός επί εποχής Κωστούλα διανύει την καλύτερη περίοδο της Ιστορίας του. Δουλεύει σε επαγγελματικά πρότυπα, δεν είναι ο Παναιτωλικός που ξέραμε κάποτε. Όσο θα είναι ο κύριος Κωστούλας στην ομάδα, θα την έχει στη Σούπερ Λιγκ και σε καλά επίπεδα. Η μετά Κωστούλα εποχή, όταν υπάρξει, λίγο με φοβίζει. Μάγος δεν είμαι, αλλά δεν ξέρεις τι μπορεί να κρύβει μία αλλαγή, καθώς τώρα έχει ανεβεί ο πήχης ψηλά.
Κάτι άλλο που θα ήθελες να πεις;
Ευχαριστώ τον κόσμο του Αγρινίου που με θυμάται ακόμα, ενώ για τον Παναιτωλικό θα πω ότι όσο περνούν τα χρόνια τόσο τον αγαπώ περισσότερο. Δεν είμαι με καμία άλλη ομάδα, μόνο με τον Παναιτωλικό. Εύχομαι και στις άλλες ιστορικές ομάδες κοντινών περιοχών, όπως τον ΠΑΣ Γιάννινα και την Παναχαϊκή, να ξαναβρούν τον δρόμο τους. Μπορεί να παίζαμε παλαιότερα αντίπαλοι και τα ματς να ήταν φωτιά, αλλά πάντα υπάρχει ο σεβασμός. Ειδικά στα Γιάννινα χαιρόμουν να παίζω, γιατί εκεί έχω πολλούς φίλους και φίλες.
Η συνέντευξη αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα “ΦΩΣ των Σπορ”
Για άρθρα που αναδημοσιεύονται και αναγράφεται η πηγή τους δεν φέρουμε καμμία ευθύνη, καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.
Πηγή