Κυριακή 8 Ὀκτωβρίου – Γ΄ Λουκά

Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής Γ’ Λουκά στο πρωτότυπο κείμενο και στη μετάφραση

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Β΄ Κορ. θ΄ 6-11)

Αδελφοί, ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἓκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατὸς δὲ ὁ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· «Ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ὁ δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι’ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.

Μετάφραση

Αδελφοί, ὅποιος σπέρνει μέ φειδώ, θά ἔχει λίγη σοδειά· κι ὅποιος σπέρνει ἁπλόχερα ἡ σοδειά του θά εἶναι ἄφθονη. Ὁ καθένας ἄς δώσει ὅτι τοῦ λέει ἡ καρδιά του χωρίς νά στενοχωριέται ἤ νά ἐξαναγκάζεται, γιατί «ὁ Θεός ἀγαπάει αὐτόν πού δίνει μέ εὐχαρίστηση». Ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη νά σᾶς χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ὥστε νά εἶστε πάντοτε σέ ὅλα τελείως αὐτάρκεις, καί νά δίνετε μέ τό παραπάνω γιά κάθε καλό σκοπό. Τό λέει καί ἡ Γραφή: Σκόρπισε, ἔδωσε στούς φτωχούς, ἡ ἀγαθοεργία του θά διαρκεῖ αἰώνια. Αὐτός πού δίνει στό σποριά τό σπόρο καί τό ψωμί γιά νά τραφεῖ, θά δώσει καί θά πληθύνει καί τό δικό σας σπόρο καί θά αὐξήσει τούς καρπούς τῆς ἀγαθοεργίας σας. Ὁ Θεός θά σᾶς κάνει πλούσιους σέ ὅλα, γιά νά μπορεῖτε νά δίνετε γενναιόδωρα. Αὐτοί πού θά πάρουν ἀπό μᾶς τή δική σας εἰσφορά θά εὐχαριστοῦν τό Θεό.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Λουκ. ζ΄ 11-16)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. Ἒλαβε δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἠγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Μετάφραση

Εκεῖνο τόν καιρό, πῆγε ὁ Ἰησοῦς σέ μία πόλη  πού λεγότανε Ναΐν. Μαζί του ἦταν ἀρκετοί μαθητές του καί πολύ πλῆθος. Τήν ὥρα πού πλησίαζαν στήν πύλη τῆς πόλης, βγάζανε ἕνα νεκρό, τό μονάκριβο γιό μιάς μάνας, πού μάλιστα ἦταν χήρα. Κόσμος πολύς ἀπό τήν πόλη τή συνόδευε. Ὅταν εἶδε τή χήρα ὁ Κύριος, τή σπλαχνίστηκε καί τῆς εἶπε: «Μήν κλαῖς». Ἔπειτα προχώρησε, ἀκούμπησε τή σορό, καί, ἀφοῦ στό μεταξύ αὐτοί πού βαστοῦσαν τό φέρετρο σταμάτησαν, εἶπε: «Νεαρέ, σέ διατάζω νά σηκωθεῖς». Ἀνακάθισε ὁ νεκρός κι ἄρχισε νά μιλάει. Ὁ Ἰησοῦς τότε τόν παρέδωσε στή μητέρα του. Ὅλους τους κυρίεψε δέος καί δόξαζαν τό Θεό λέγοντας: «Μεγάλος προφήτης ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας!» καί: «Ὁ Θεός ἦρθε νά σώσει τό λαό του!»


Πηγή