Η Γνώση του Θεού ως μετοχή της θείας Αυτού δόξης, κατά τον Άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας

Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου, Υπ. Δρα ΕΚΠΑ

Είναι γνωστό ότι  η δογματική διδασκαλία του Κυρίλλου, όλως ιδιαιτέρως στο ως άνω ζήτημα, συμπίπτει απόλυτα με την όλη δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Ο Απόστολος Παύλος, που δεν είναι «ἰδιώτης τήν γνῶσιν»[1], αυτός που ανέβηκε έως τρίτου ουρανού[2] ομολογεί ότι «ἐκ μέρους γινώσκομεν καί ἐκ μέρους προφητεύομεν»[3].  Η γνώση που αποκτούμε για το Θεό δεν είναι κάτι περισσότερο από «έσοπτρα και αινίγματα»[4], γεγονός που υποστηρίζει ενθέρμως ο αλεξανδρινός  ιεράρχης.

Ο Κύριλλος, στην αντιαιρετική διδασκαλία του ενάντια στον Ευνόμιο χρησιμοποιεί και το ακόλουθο παράδειγμα: εάν, υποστηρίζει, ο όρος «αγένητος»[5] σημαίνει και προσδιορίζει την ουσία του Θεού, τότε ωσαύτως, και η προσωνυμία «πατήρ» θα αναφέρεται ομοίως και αυτή στην ουσία του Θεού. Πέραν βέβαια του γεγονότος ότι τυγχάνει αδιανόητο και θεολογικά παράλογο να προσδιορίζει κάποιο συμβεβηκός εννοιολογικώς της ουσίας, στο διά ταύτα, η εννοιολογική «συμπόρευση» και, στην ουσία, «σύμπτωση» των δύο όρων, εν προκειμένω «αγένητος» και «πατήρ», επιφέρει και ιδιωματική ταυτοσημία των δύο αυτών όρων, πάντοτε ως προς την απόδοση της ουσίας του Θεού. Με άλλα λόγια, ο Θεός Πατήρ θα εκλαμβάνεται ως μη έχων αρχή της αίδιας υπάρξεώς του, θα στερείται δηλαδή, οντολογικώς και αυτής της ιδιότητας του Πατρός![6] Σημειώνει ο ιερός πατήρ χαρακτηριστικά: «εἰ τό ἀγένητον καί πατήρ ἐπί Θεοῦ τήν οὐσίαν σημαίνει, τί κωλύσει λέγειν ὅτι πάντως ἀντιστρέφει πρός ἑαυτά τά ὀνόματα, ὡς εἰ τίς ἐστί πατήρ, τούτ΄εἶναι καί ἀγένητον. Καί εἰ τί ἀγένητον, τοῦτο καί πατήρ; Οἰήσεται δή οὔν καί χωρήσει λοιπόν ἐπί πάντας τό μόνω προσόν τῷ Θεῶ ὡς ἴδιον αὐτοῦ καί ἐξαίρετον τό ἀγένητον εἶναι φημί. Ὁρᾶτε τοίνυν εἰς ὅσην ἀτοπίαν ὑμίν καταστρέφουσιν οἱ λόγοι»[7].

Αναφερόμενος στην «ἐν Ἁγίω Πνεύματι» Αποκάλυψη του Θεού, ο Κύριλλος υποστηρίζει ότι το Άγιο Πνεύμα, ως πρόσωπο και υπόσταση ιδιαίτερη, συνεχίζει το έργο του Χριστού στον παρόντα κόσμο. Αυτή δε η συνέχεια του έργου του Χριστού δε σηματοδοτεί την απουσία του Χριστού από τον κόσμο, καθώς η θεία οικονομία[8] συνεχίζει αδιαλείπτως και εκτυλίσσεται με την ένσαρκη «παρουσία» του Υιού και Λόγου του Θεού στην εποχή της Καινής Διαθήκης και την άσαρκη παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην εποχή της Εκκλησίας, και δη και σήμερα. Τονίζει ο ιερός πατήρ: «Ἐν γάρ τή τῶν τοιούτων ἀποκαλύψει διά τοῦ Πνεύματος ἐν ἠμίν ἀπορρήτως ἐνεργουμένη, τῆς μετά σαρκός οἰκονομίας τό βάθος καί τοῦκ εκρυμμένου μυστηρίου τήν δύναμιν θεωροῦμεν. Ὅτι δέ τήν αὐτοῦ του Χριστοῦ παρουσίαν τέ καί δύναμιν ἀναπληροί τό Πνεῦμα αὐτοῦ, τοῖς ἁγίοις ἐνοικοῦν, καί πάντα διδάσκει ἄπερ αὐτός λελάληκε πρός ἠμᾶς»[9].

Η ανθρώπινη φύση, ως τονίσαμε, αδυνατεί να προσεγγίσει την όλως άλλη θεία αλήθεια. Αυτό, δύναται να επιτευχθεί μόνον αποκαλυπτικά, καθώς η τελευταία είναι απρόσιτη και «παντελῶς γάρ ἀπόρρητατά περί Θεοῦ»[10]. Με άλλα λόγια, ο Κύριλλος σημειώνει ότι ο Θεός ενεργεί αυτοφανερούμενος στον άνθρωπο, ως «Ἀποκάλυψη ἐν Ἁγίω Πνεύματι», ως «φωτισμός», «φωταγωγία». «φανέρωση» με πρώτους αποδέκτες και φορείς αυτής της Αποκάλυψης τους ίδιους τους Μαθητές του Χριστού[11]. Εισέτι, προσθέτει ότι η κατανόηση των δογμάτων είναι αδύνατη άνευ του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος. Παρά ταύτα, ακόμη , όμως, και τότε, η κατανόηση της θείας αλήθειας θα είναι «μέτρια», «σχετική», καθώς είναι άκτιστη και ως μυστήριο υπέρκειται «υπέρ νουν»: «…τά τοῦ Θεοῦ οὐδείς ἔγνωκεν, εἰμή τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Οὐκοῦν, ὡς εἰδός τά ἐν τή βουλήσει τοῦ Μονογενοῦς, πάντα ἠμίν ἀναγγέλλει, οὐκ ἐκ μαθήσεως ἔχον τήν εἴδησιν, ἴνα μή φαίνηται διακόνου τάξιν ἀποπληροῦν […] εἰδός ἀδιδάκτως πάντα τά ἐξ οὐ καί ἐν ὦπερ ἐστι, τά θεία τοῖς ἁγίοις ἀποκαλύπτει μυστήρια»[12].

Βέβαια, ο αλεξανδρινός πατήρ αναφέρεται στην όλως σταδιακή φανέρωση της αλήθειας μέσω της θείας Αποκαλύψεως. Η Αποκάλυψη του Θεού «ἐν Ἁγίω Πνεύματι» δεν έρχεται να συμπληρώσει κάτι ημιτελές από την πλευρά του Ακτίστου Θεού , παρά μόνον, ουσιαστικά, να συμπληρώσει αυτό που έλειπε στη «γνώση» των Μαθητών[13]. Πιο συγκεκριμένα, τονίζει: «…Τή διά τοῦ Πνεύματος ἀποκαλύψειτέ φωταγωγία τή κατά καιρόν ἐσομένη τόν δέοντα, τό λεῖπον αὐτοῖς εἰς γνῶσιν τετήρηκε. Τάχα δέ καί ἀτονούντας ἔτι περί τήν τοῦ μυστηρίου κατάληψιν θεωρήσας, διά τό μήπω πεφωτίσθαι διά τοῦ Πνεύματος, μήτε μήν γενέσθαι θείας φύσεως κοινωνούς (Οὔπω γάρ ἤν Πνεῦμα ἅγιον, κατά τόν ἅγιον Εὐαγγελιστήν, ὅτι Χριστός οὐδέπω ἐδοξάσθη)  τά τοιαῦτα φησίν, ἐκεῖνο δή πάντως ἐθελήσας ὑποδηλοῦν, ὡς ἔτι μέν ἔχοι καί σφόδρα βαθέα καί νοῦν ὑπερβαίνοντα τόν ἀνθρώπινον ἀποκαλύπτειν μυστήρια, παραιτοῖτο δέ νυνί…»[14]. Στην ουσία, ο αλεξανδρινός θεολόγος υποστηρίζει ότι για να δεχθούνε και να αποδεχθούν αυτό που «έλειπε» διά του Αγίου Πνεύματος χρειαζότανε και όχι μόνο η προετοιμασία και κατάλληλη προπαρασκευή των Μαθητών του Χριστού, αλλά και κάθε πιστού εσαεί, έως εσχάτων. Και σε άμεση σχέση με την ως άνω θέση του, ο Κύριλλος συμπληρώνει ότι το Άγιο Πνεύμα μόνο τα «χρειωδέστερα» αποκαλύπτει από την άκτιστη αλήθεια, όσα δηλαδή είναι αναγκαία για την σωτηρία του ανθρώπου[15]. Μάλιστα δε, προχωρεί και στη σαφέστατη διατύπωση περί «τελειοτάτης και ακριβεστάτης αποκάλυψης»[16].

Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να εξηγήσουμε έτι περισσότερο τον όρο «τελειοτάτη» αποκάλυψη. Ο Κύριλλος, αναφερόμενος σε αυτήν, τονίζει ότι το αποτέλεσμα μιάς τέτοιας ενέργειας θα είναι η γνώση «όλης» της αλήθειας. Δηλαδή, το Πνεύμα δεν θα αποκαλύψει ένα μέρος της αλήθειας, αλλά ολόκληρη, καθώς είναι το Πνεύμα της αληθείας και γνωρίζει όλη την αλήθεια με κάθε ακρίβεια[17]. Μα τότε, θα μπορούσε καθείς να εκφράσει αντίλογο επί των ανωτέρω και να υποστηρίξει ότι ο ιερός πατἠρ παρεκκλίνει της ορθοδόξου δογματικής διδασκαλίας στην παρούσα διατύπωσή του ή τουλάχιστον, αυτοαναιρείται με όσα στο προηγούμενο κεφάλαιο παραθέσαμε, σχετικά με την ακαταληψία και το ακατάληπτον της θείας φύσεως του Θεού! Και όμως! Για να προλάβει αυτόν τον ενδεχόμενο αντίλογο, ο Κύριλλος αποσαφηνίζει όσα παραπάνω αναφέρθηκαν. Αναφερόμενος  στην γνώση της «όλης» αλήθειας, τονίζει ότι αυτή είναι άπειρη και άκτιστη και μόνο στη διάρκεια της Ιστορίας, «εκ μέρους» γνωρίζουμε την αλήθεια. Πρόκειται δηλαδή για «μερική» γνώση από τον άνθρωπο, που αφορά όμως την όντως αλήθεια, την πραγματική[18]. Και συμπληρώνει σχετικά με την «τελείαν» γνώση, η οποία δεν έχει τον ορισμό της απόλυτης γνώσης , αλλά της ορθής και αδιάφθορης: «Τελείαν δέ γνῶσιν εἶναι, φαμέν, τήν ὀρθήν τέ καί ἀδιάστροφον […] ὀρθῶς δέδοξάζουσαν περί τῆς ἁγίας τέ καί ὁμοουσίου Τριάδος. Εἰ γάρ καί […] γινώσκομεν ἐκ μέρους, κατά τήν τοῦ Παύλου φωνήν, ἀλλά γέ τῆς εν τοῖς δόγμασιν ἀκριβείας οὐκ ἔξω βαίνοντες, κατακολουθοῦντες δέ τῷ σκοπῶ τῆς ἁγίας καί θεοπνεύστου Γραφῆς, γνῶσιν ἔχομεν οὐκ ἀτελῆ, ἤν οὐκ ἄν ἔλοι τίς ἐτέρως, οὐκ ἐπιλάμψαντος αὐτῶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος»[19].

Παραπομπές:

[1] Α’ Κορ. 11, 6.

[2] Β’ Κορ. 12, 2 κ.έ.

[3]Α’ Κορ. 13, 9.

[4] Α’ Κορ. 13,12, πρβλ. Παναγιώτου Πάλλη, Η Γνώση του Θεού κατά τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο, Κοινωνία, τχ. 1, Ιανουάριος-Μάρτιος 1993,  σελ. 18-47. Ο ίδιος σημειώνει: «…για το Γρηγόριο το θεολόγο, ο Θεός, ως το ύψιστο αγαθό, αποτελεί το αντικείμενο της μόνιμης λαχτάρας του ανθρώπου, γι’ αυτό πάντοτε το αναζητεί. Η «απειρία», όμως, του Θεού τον καθιστά απρόσιτο και ακατανόητο και άγνωστο στην ουσία του, και γι΄ αυτό άρρητο και ακατανόμαστο. Τα διάφορα ονόματα που του αποδίδουμε δεν είναι παρά αποτυχημένες εκ των προτέρων προσπάθειές μας, που μπορεί να θυμίζουν κάτι από το Θεό αλλά δεν μπορούν να περιλάβουν την ουσία του. Οι λέξεις και οι εκφράσεις μας γι΄ αυτόν είναι πεπερασμένα (ανθρὠπινα) σύμβολα με τα οποία επιχειρούμε να εκφράσουμε «τον άπειρον» . Είναι ανθρώπινοι «όροι» (ορισμοί, περιορισμοί) που προσπαθούν να οριοθετήσουν τον «απεριόριστον». Εν τούτοις, ενώ ο άνθρωπος αγνοεί την ουσία ή την φύση του Θεού, είναι δυνατό να γνωρίσει την ύπαρξή του οδηγούμενος από τη Δημιουργία και τον έμφυτο μέσα του φυσικό νόμο, που αναζητεί το πρώτον αίτιο των πάντων. Προϋπόθεση, όμως, για να μη μείνει μόνο στο θαυμασμό της φύσεως (και έτσι η μεγαλοπρέπεια του κόσμου αποβεί μόνο «ζημία» γι΄ αυτόν), είναι να μπορέσει να καθαρθεί από τα υλικά και σωματικά πάθη, ώστε ο νους του να απελευθερωθεί και να μπορέσει να αναχθεί προς το «συγγενές»».

[5] Σχετικά με τον όρο «αγένητος» στο έργο του Κυρίλλου, βλ. Κ. Λιάκουρα, Το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον Θησαυρόν του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, κυρίως τις σελίδες 56-64.

[6]Πρβλ. Κ. Λιάκουρα, Το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον Θησαυρόν του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, σελ. 72 και M.O. Boulnois, Le Paradoxe Trinitaire chez Cyrille d’ Alexandrie  (Hermeneutique, analyses philosophiques et argumentanion theologique), Paris 1994, σελ. 245.

[7] Θησαυρός, 31, PG 75, 448C.

[8] Βλ. σχ. την λίαν ενδιαφέρουσα μελέτη του π. Βασιλείου Γεωργόπουλου (πρωτοπρεσβ.), Η περί σωτηρίας του Ανθρώπου διδασκαλία του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας (διδακτορική διατριβή), Θεσσαλονίκη 2006, κυρίως τις σελίδες 130-224.

[9] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις Ιωάν. Ι, PG 74, 301D-304A. Και συνεχίζει: «Ὄτε τοίνυν τήν τοῦ Πατρός παρουσίαν, ὁμοίως δέ καί τήν τοῦ Υἱοῦ, τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἀναπληροί, πῶς οὐκ ἔσται δῆλον, ὡς οὐ διώρησται τῆς οὐσίας τῆς θείας, ἄλλ΄ἐξ αὐτῆς φυσικῶς ἐκπεμπόμενον, ὅλην ἔχει τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ τήν ἐνέργειαν;», Θησαυρός, 50, PG 75, 581B.

[10] Εις Ιωάν. ΙΧ, PG 74, 136B.

[11]Αυτόθι, ΧΙ, 12, PG 74, 576BC:«Οἱ δέ γέ θεσπέσιοι Μαθηταί τό μέν δύνασθαι νοεῖν τί περί Θεοῦ καρπόν τῆς ἰδία ςοὐκ ἔχουσι γνώσεως, φωταγωγούμενοι δέ διά τοῦ Πνεύματος τή τῶν μυστηρίων ἀκριβεία προσβάλλουσι τοῦ Υἱοῦ, συνιέναι τέ οὕτω δύνανται τόν Πατέρα».

[12] Αυτόθι, Χ, PG 74, 301B. Και προσθέτει:«Τήρησον αὐτούς ἐν τή ἀληθεία, κατασημαίνει σαφῶς τό δί΄ἐλλάμψεως τῆς ἀληθείας εἰς τήν τῆς ἀληθείας χειραγωγεῖσθαι κατάληψιν. Οὐδέ γάρ ἄν δίχα τοῦ διά Πνεύματος φωτισμοῦ πρός ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας ἴοι τίς ἄν, οὔδ΄ἄν ὅλως ἀκριβῆ τῶν θείων δογμάτων ἐκπορίσαιτ΄ ἄν ἐαυτῶ τήν κατάληψιν, κατά γέ τό ἀνθρώποις φαμέν ἐφικτόν. Ὑπέρ γάρ νοῦν τόν ἡμέτερον τά ἐν τή θεοπνεύστω Γραφή μυστήρια, πλήν οὐκ ἀκλεές τό δῶρον, τό καν γοῦν ἐν μετρία φημί γενέσθαι τή γνώσει τή περί Χριστοῦ», Αυτόθι, ΧΙ 9, PG 74, 537AB.

[13]Πρβλ. Στ. Παπαδόπουλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, σελ. 321:«Η παρηγορία, η παράκληση του Πνεύματος ως του άλλου Παρακλήτου δεν περιοριζότανε στο θάρρος και την εμπιστοσύνη στον Θεόν, που χρειάζινταν οι Μαθητές, τώρα που έχασαν τον Κύριό τους. Η αναγκαία αυτή παρηγορία σχετίζεται άμεσα και πρώτιστα με την κατανόηση του έργου του Κυρίου. Η αλήθεια και η σχέση με την αλήθεια συνιστά το στέρεο θεμέλιο του θάρρους και της εμπιστοσύνης, αυτή μόνο είναι αληθινή παρηγορία».

[14] Εις Ιωάν. Χ, PG 74, 440D.

[15]Αυτόθι, ΧΙ 1, PG 74, 453B: «Ἀποκαλύψειν αὐτοῖς διά τοῦ ἰδίου Πνεύματος τά πάντα προειπῶν, ὄσαπερ ἤν  ἀναγκαία καί χρειωδέστατα…».

[16]Αυτόθι Χ, PG 74 ,301A: «Τήν τελειοτάτην καί ἀκριβεστάτην ἠμίν ἀποκάλυψιν διά τοῦ Παρακλήτου γενέσθαι λέγει, τούτ΄ ἔστι τοῦ ἁγίου Πνεύματος».

[17]Αυτόθι, X, PG 74 , 444B:«Τό τοίνυν, φησίν τῆς ἀληθείας Πνεὐμα πρός ὅλην ὑμίν καθηγήσεται τῆς ἀληθείας τήν γνῶσιν. Ὡς γάρ εἰδός ἀκριβῶς τήν ἀλήθειαν, ἤς καί Πνεῦμα ἐστίν, οὐκ ἐκ μέρους αὐτήν ἀποκαλύψει τοῖς σεβομένοις αὐτόν, ἐνθήσει δέ μᾶλλον ὁλοκλήρως τό περί αὐτῆς μυστήριον».

[18] Αυτόθι, Χ, PG 74, 444C.

[19] Αυτόθι, ΧΙ, 1, PG 74, 460C.


Πηγή