Πέρυσι, η Ουκρανία ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας σιταριού στην παγκόσμια αγορά. Η ρωσική εισβολή την 24η Φεβρουαρίου ακολούθησε τη σπορά του χειμερινού σιταριού, το οποίο, παρά την προέλαση των ρωσικών αρμάτων μάχης, είναι πλέον έτοιμο για συγκομιδή.
Όμως αυτή η συγκομιδή θα είναι αισθητά διαφορετική, καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται. Όσοι αγρότες έχουν παραμείνει φοβούνται τους πυραύλους και τα πυρομαχικά που δεν έχουν εκραγεί και βρίσκονται διάσπαρτα στα χωράφια τους. Ορισμένοι σκέφτονται ακόμη και να κάψουν τις καλλιέργειες αντί να διακινδυνέσουν να χάσουν τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές και τα τρακτέρ τους -ή και τη ζωή τους- χρησιμοποιώντας τα για τη συγκομιδή.
Ταυτόχρονα, ο σκόπιμος αποκλεισμός των λιμανιών της Οδησσού από τη Ρωσία εμποδίζει τη μεταφορά των σιτηρών που συγκομίστηκαν πέρυσι στην Ουκρανία προς χώρες που εξαρτώνται από τις εισαγωγές, όπως η Αίγυπτος, η Λιβύη και η Σομαλία -όλες σήμερα σε απελπιστική ανάγκη εισαγωγής σιτηρών.
Στις κατεχόμενες περιοχές της Ουκρανίας, υπάρχουν αναφορές για παράνομες μεταφορές σιτηρών με φορτηγά στα λιμάνια της Κριμαίας ή ακόμα και στη Ρωσία -και κατόπιν εξαγωγής τους ως ρωσικά προϊόντα. Η ουκρανική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι έχουν κλαπεί σιτηρά αξίας άνω των 100 εκατ. δολαρίων (περίπου 500.000 τόνοι).
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξε ταυτόχρονα την εξάρτηση των αναπτυσσόμενων χωρών από τις εισαγωγές τροφίμων και πυροδότησε παγκόσμια κλιμάκωση των τιμών, επηρεάζοντας τόσο τις πλούσιες όσο και τις φτωχές χώρες, και φέρνοντας στην επιφάνεια αυτό που κάποιοι φοβούνταν εδώ και καιρό: Ότι τα διασυνδεδεμένα παγκόσμια συστήματα τροφίμων μας είναι πολύ εύθραυστα για να αντιμετωπίσουν τέτοιους κραδασμούς.
Πριν από τον πόλεμο, η Ουκρανία και η Ρωσία προμήθευαν από κοινού το 100% των εισαγωγών σιταριού της Σομαλίας, το 80% των εισαγωγών σιταριού της Αιγύπτου και το 75% του Σουδάν. Εάν τα λιμάνια της Ουκρανίας παραμείνουν αποκλεισμένα, τα σιλό σιτηρών δεν θα αδειάσουν και η νέα σοδειά μπορεί απλώς να σαπίσει στα χωράφια ενώ εκατομμύρια άνθρωποι λιμοκτονούν.
Ο αποκλεισμός της Οδησσού έχει συνδυαστεί με την κατοχή, την πολιορκία και την επίθεση της Ρωσίας σε άλλα λιμάνια, αποκόπτοντας ουσιαστικά την Ουκρανία από τον υπόλοιπο κόσμο. Οι απόπειρες μεταφοράς τροφίμων εκτός Ουκρανίας μέσω οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων ή από τα ποτάμια δεν μπορούν να συγκριθούν με τη μεταφορά φορτίων μέσω πλοίων.
Μέρος αυτής της κρίσης οφείλεται στη διακοπή των εξαγωγών από την Ουκρανία, αλλά και στη διακοπή από το περασμένο φθινόπωρο της προμήθειας λιπασμάτων από τη Ρωσία, την Κίνα και τη Λευκορωσία. Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας λιπασμάτων στον κόσμο. Η συνολική διατάραξη του συστήματος, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών κυρώσεων τις εξαγωγές λιπασμάτων από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, έχει οδηγήσει στην εκτόξευση της τιμής των λιπασμάτων στα ύψη και σε ελλείψεις.
Εκτός από το σιτάρι, η Ουκρανία είναι επίσης ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ηλιέλαιου και ο τέταρτος μεγαλύτερος εξαγωγέας καλαμποκιού. Με την παρεμπόδιση της ροής των σιτηρών από τη χώρα, τα τρόφιμα γίνονται ισχυρό όπλο στα χέρια του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο για τους πολεμοκάπηλους. Επί αιώνες, οι τακτικές πολιορκίας έχουν αναπτυχθεί για να λιμοκτονούν πληθυσμοί.
Το νέο είναι ότι αυτή η τακτική δεν εφαρμόζεται για να υποτάξει τη χώρα που δέχεται επίθεση, αλλά για να βλάψει τους πιο ευάλωτους στον κόσμο και να δημιουργήσει πολιτικά οφέλη για τη Ρωσία. Η εξαγωγή κλεμμένων σιτηρών ως «ρωσικών» στους συμμάχους της Ρωσίας έρχεται να επιδεινώσει την κατάσταση.
Οι εκκλήσεις των Ηνωμένων Εθνών για επείγουσα άρση του αποκλεισμού των σιτηρών αντιμετωπίστηκαν με απαιτήσεις να αρθούν πρώτα οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Το Κρεμλίνο αρνείται επίσης τους ισχυρισμούς ότι κλέβει σιτηρά.
Οι χώρες που εξαρτώνται περισσότερο από τις εισαγωγές τροφίμων αντιμετωπίζουν τώρα κρίσιμη επισιτιστική ανασφάλεια. Ο διευθυντής του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος προειδοποίησε πρόσφατα ότι 45 χώρες βρίσκονται ένα βήμα πριν από το λιμό και σε όλο τον κόσμο οι φτωχότεροι υποφέρουν, γιατί ακόμη και σε πλουσιότερες χώρες όπου η προσφορά τροφίμων δεν αποτελεί πρόβλημα, η τιμή τους ακριβαίνει ολοένα και περισσότερο.
Οι οργανώσεις ανθρωπιστικής αρωγής αναφέρουν ότι πλέον πασχίζουν να διατηρήσουν τις αποστολές τους σε ευάλωτες χώρες και άλλα κράτη τόσο μακριά από την Ουκρανία όσο το Περού, η Σρι Λάνκα και η Τουρκία -όπου πυροδοτείται αστάθεια, καθώς οι πολίτες αντιδρούν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το αυξανόμενο κόστος και τις ελλείψεις. Ανησυχώντας για το δικό τους, εγχώριο εφοδιασμό, 23 χώρες έχουν περιορίσει ή απαγόρευσει τις εξαγωγές βασικών καλλιεργειών και τροφίμων -γεγονός που με τη σειρά του έχει ωθήσει περαιτέρω προς τα πάνω τις παγκόσμιες τιμές και έχει προκαλέσει αναταραχή στις οικονομικές αγορές.
Όμως, η σύγκρουση στην Ουκρανία πιθανότατα δεν θα τελειώσει γρήγορα. Ένας πόλεμος φθοράς μπορεί να διαρκέσει για χρόνια -και η θέση της Ουκρανίας ως βασικός παγκόσμιος προμηθευτής σιταριού και ηλιέλαιου φαίνεται να απειλείται μακροπρόθεσμα.
Ο ρόλος των ακραίων καιρικών φαινομένων
Δεν είναι η πρώτη φορά που αυτόν τον αιώνα ο κόσμος απειλείται από επισιτιστική κρίση.
Το 2010, η υπερβολική ζέστη στην Ουκρανία και τη Ρωσία επηρέασε σοβαρά τη συγκομιδή σιταριού, γεγονός που είχε επίπτωση στην παγκόσμια αγορά. Ανεπαρκείς αντιδράσεις σε πολιτικό επίπεδο έριξαν και άλλο λάδι στη φωτιά, και οι αυξανόμενες τιμές επιδείνωσαν την επισιτιστική ανασφάλεια και προκάλεσαν κοινωνική αναταραχή παγκοσμίως -πυροδοτώντας, εν μέρει, και την Αραβική Άνοιξη.
Μια παρόμοια άνοδος των τιμών των τροφίμων σημειώθηκε το 2007-2008, η οποία πυροδοτήθηκε από έναν συνδυασμό γεγονότων, συμπεριλαμβανομένης της ξηρασίας στην Αυστραλία. Το σύστημα τροφίμων «κλυδωνίστηκε» επίσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, όταν για πολλούς, η πρόσβαση σε τρόφιμα περιορίστηκε.
Αν δεν υπήρχε η απειλή των ακραίων καιρικών φαινομένων, σε συνδυασμό με τις αυξημένες τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, η σημερινή επισιτιστική κρίση θα μπορούσε να είναι διαχειρίσιμη. Αλλά το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων έχει βασιστεί και στη σταθερότητα του καλού καιρού, παρόλο που ταυτόχρονα υπονομεύει τη σταθερότητα του κλίματος δημιουργώντας εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου με ανησυχητικό ρυθμό. Περίπου το 30% όλων των εκπομπών σχετίζονται με το σύστημα τροφίμων.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι τα ορυκτά καύσιμα χρησιμοποιούνται για τα πάντα -από θερμοκήπια μέχρι την παραγωγή λιπασμάτων. (Η ενέργεια που απαιτείται για την παραγωγή αζωτούχων λιπασμάτων εξηγεί γιατί η Ρωσία, ως σημαντικός παραγωγός πετρελαίου, είναι ο κορυφαίος παραγωγός και εξαγωγέας τους) Σημαντικές εκπομπές προκύπτουν επίσης από την εκκαθάριση της γης για τη γεωργία, σε συνδυασμό με το αυξημένο κέντρο βάρους που δίνεται στην παραγωγή φθηνού κρέατος.
Τους τελευταίους 18 μήνες τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν πλήξει τους αγρότες σε όλο τον κόσμο. Ο παγετός στη Βραζιλία, η ξηρασία στη Βόρεια Αμερική, η ακραία ζέστη στην Ινδία, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία, οι ισχυρές βροχοπτώσεις στην Κίνα και οι πλημμύρες στη Νότια Αφρική έχουν αφήσει κατεστραμμένες ή χαμένες καλλιέργειες στο πέρασμά τους. Οι κλιματικές επιπτώσεις θα γίνουν πιο συχνές και πιο έντονες, καθιστώντας το σύστημα πιο ασταθές.
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν γρήγορες λύσεις, σημειώνει ο Τιμ Μπέντον του CNNi. Η πρώτη αυθόρμητη απάντηση είναι συχνά η προσπάθεια να επιστρέψουμε στο καθεστώς που ίσχυε, αντί να βελτιώσουμε το σύστημα, επισημαίνει.
Μετά την εποχή των φθηνών τροφίμων
Εδώ και 70 χρόνια, έχει σχεδιαστεί συλλογικά ένα διατροφικό σύστημα για να προσφέρει υπερβολικές θερμίδες όσο το δυνατόν φθηνότερα, με ελάχιστη έμφαση στη θρέψη. Το αποτέλεσμα είναι όλο και πιο φθηνά και επεξεργασμένα τρόφιμα, μέσω πολυδαίδαλων αλυσίδων εφοδιασμού, με τις επιπτώσεις στην υγεία και το περιβάλλον.
Όλα αυτά που συμβαίνουν σήμερα σημαίνουν ότι η εποχή του φθηνού φαγητού μπορεί να έχει παρέλθει. Και αν όντως είναι έτσι, προκύπτουν διαφορετικές λύσεις.
Η γεωργία πρέπει να «απογαλακτιστεί» από τα ορυκτά καύσιμα. Η χρήση λιγότερων λιπασμάτων για εξοικονόμηση χρημάτων, και την προστασία του πλανήτη, μπορεί να απαιτεί μία γεωργία με πιο φιλικούς προς το περιβάλλον τρόπους -υποστηρίζοντας τα θεμέλια στα οποία στηρίζεται η γεωργία, το κλίμα, το έδαφος, το νερό και τους επικονιαστές. Οι φράχτες και τα δέντρα μπορούν να βοηθήσουν στη σταθεροποίηση του εδάφους, στην αποθήκευση περισσότερου νερού και στη δημιουργία «κατοικιών» για πλάσματα που ελέγχουν τα παράσιτα δωρεάν.
Σε όλο τον κόσμο, περισσότερα σιτηρά δίνονται ως τροφή στα ζώα και χρησιμοποιούνται για την παραγωγή καυσίμων από όσα καταναλώνουν οι άνθρωποι. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, τα ζώα τρέφονται με το 61% του συνόλου των σιτηρών που παράγονται, και μόνο το 23% καταναλώνεται από τον άνθρωπο. Μια μικρή αλλαγή στην ποσότητα κρέατος που καταναλώνουν οι άνθρωποι μπορεί ενδεχομένως να απελευθερώσει πολλά σιτηρά ή γη για την καλλιέργεια τροφίμων -ενώ είναι και πιο υγιεινό.
Ομοίως, η μείωση της σπατάλης τροφίμων γίνεται ηθική επιταγή. Σε παγκόσμια κλίμακα, περίπου το ένα πέμπτο όλων των τροφίμων που καλλιεργούνται για τον άνθρωπο σπαταλιέται.
Επισιτιστική ασφάλεια σημαίνει στην πραγματικότητα μια ποικιλία εγχώριων και μη οδών τροφοδοσίας, οπότε αν κάτι πάει στραβά (για παράδειγμα η νόσος των τρελών αγελάδων, η γρίπη των πτηνών ή ακραία καιρικά φαινόμενα) θα υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Θα πρέπει επίσης να σημαίνει παροχή υγιεινών, προσιτών σε τιμή τροφίμων. Αλλά το σημερινό μας σύστημα δεν το προσφέρει αυτό.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία καταδεικνύει τα ελλατώματα του συστήματος τροφίμων για τους ανθρώπους και τον πλανήτη. Υπάρχει άλλη μια μάχη για να πολεμήσουμε με ανανεωμένο σθένος -για το μέλλον του συστήματος τροφίμων-, καταλήγει ο Τιμ Μπέντον, αρθογράφος του CNNi.
cnn.gr