«Πρώτα πολίτης, μετά πολιτικός», τιτλοφορείται το άρθρο του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη στα «Νέα Σαββατοκύριακο».
Αναλυτικά, «ο πολιτικός ανταγωνισμός ενέχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης. Μόνο μέσα από την πολυφωνία και τον πλουραλισμό δυναμώνει η δημοκρατία. Και τελικά μέσα από τον υγιή ανταγωνισμό παράγεται σύνθεση. Εντούτοις, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πολιτικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα δεν οδηγούν σε δημιουργική σύνθεση αλλά σε διχασμό της κοινωνίας», σημειώνει στο άρθρο του.
Το πρώτο χαρακτηριστικό που εντοπίζει, είναι η «έλλειψη διαβουλευτικότητας».
Σύμφωνα με τον Γ. Γεραπετρίτη, «αν και ο καθένας έχει τη δική του θέση για τα πράγματα, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε την άποψή μας και να προσχωρήσουμε σε μια διαφορετική θέση αν πειστούμε προς τούτο στη βάση του ορθού λόγου. Σε επίπεδο κοινοβουλευτικής λειτουργίας η κατάσταση έχει βελτιωθεί. Όλα τα πρωτογενή νομοσχέδια εκτίθενται σε δημόσια διαβούλευση, κατ’ αρχήν δύο εβδομάδων, τα σχόλια που προκύπτουν ενσωματώνονται σε μεγάλο βαθμό, ενώ και κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στη Βουλή ικανοποιητικό μέρος των προτάσεων της αντιπολίτευσης γίνεται αποδεκτό».
Εντούτοις, προσθέτει, «ο διαβουλευτικός πολιτικός διάλογος παραμένει ουτοπία, στο μέτρο που κατατείνει πρωτίστως στη δημιουργία εντυπώσεων και όχι στην εξαγωγή ωφέλιμων συμπερασμάτων. Εύλογη συνέπεια είναι η παραγωγή πολιτικής μισαλλοδοξίας, η άσκηση πολιτικής χωρίς κανένα όριο και η διενέργεια ανούσιων παράλληλων μονολόγων. Όχι απροσδόκητα, στη συζήτηση στη Βουλή για τις κοινωνικές πολιτικές της κυβέρνησης, αντί να συζητούνται οι μείζονες διακυβεύσεις της επόμενης δεκαετίας που αφορούν εργασία, πρόνοια, υγεία και παιδεία, η κριτική της μειοψηφίας εδράστηκε στην οικονομία, στη Νοβάρτις, στη δημοσιογραφία, στα μισθολογικά της ΔΕΗ».
Δεύτερο πρόβλημα που εντοπίζει είναι «η χειραγώγηση των θεσμών. Η επικρατούσα αντίληψη ήταν ότι οι θεσμοί δεν έχουν αυτοτελή αξία αλλά αποτελούν μέσα παραγωγής ή κεφαλαιοποίησης πολιτικών ωφελημάτων. Έλεγχος των αρμών της εξουσίας, εκλογές σε χρόνο που διευκολύνει την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, παράταιρες κυβερνητικές συμμαχίες ισχνής πλειοψηφίας χωρίς καμία προγραμματική σύγκλιση, κίβδηλα δημοψηφίσματα των οποίων το κατευθυνόμενο αποτέλεσμα είναι αδιάφορο, παραπομπές πολιτικών προσώπων μέσω εκβιασμών της δικαιοσύνης, αδιαβάθμητη άρνηση συνεργασίας με τον αρχηγό του κόμματος που κέρδισε τις εθνικές εκλογές. Υπό τις συνθήκες αυτές, η συνταγματική κανονικότητα που ενσωματώνει η θέση του πρωθυπουργού ότι, εφόσον δεν υφίσταται γνήσια κρίσιμο εθνικό θέμα, οι εκλογές θα γίνουν στον προβλεπόμενο χρόνο λογίζεται ως κατάσταση εξαίρεσης».
Τρίτο ζήτημα, ο πολιτικός καιροσκοπισμός.
«Παραδοσιακή παθολογία της πολιτικής σκηνής από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους είναι η πελατειοκρατία. Το φαινόμενο έχει περιοριστεί σημαντικά με κρίσιμες παρεμβάσεις στη δημόσια διοίκηση που μετέφεραν από την πολιτική ηγεσία στην υπηρεσιακή διοίκηση το 90% των αρμοδιοτήτων που καλλιεργούσαν σχέσεις πολιτικής πελατείας, δηλαδή τα οικονομικά των υπουργείων, τους διαγωνισμούς, την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων και τις ατομικές διοικητικές πράξεις αλλά και την ψηφιοποίηση του κράτους που αποπροσωποποίησε τις συναλλαγές των πολιτών με τη διοίκηση.
Επίσης εισήχθησαν για πρώτη φορά αυστηρές διαδικασίες για την επιλογή επιτελικών στελεχών του ευρύτερου δημόσιου τομέα και ενισχύθηκε καίρια ο εσωτερικός και εξωτερικός έλεγχος για την κακοδιοίκηση στο κράτος.
Εντούτοις, ο πολιτικός καιροσκοπισμός έχει πλέον μεταφερθεί στο επίπεδο του άκρατου λαϊκισμού. Αν και βέβαια το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό, η τυφλή επιδίωξη διεκδίκησης της εξουσίας αγνοεί τον ορθό λόγο και τον πολιτικό ρεαλισμό και οδηγεί σε εκ των προτέρων αδύνατες να εκπληρωθούν υποσχέσεις που στη συνέχεια αποδίδονται σε αυταπάτες και αφέλεια. Όμως οι πολιτικοί δεν αναλαμβάνουν εξουσία για να είναι αρεστοί αλλά για να είναι ωφέλιμοι. Ο λαϊκισμός αποτελεί τον παρασιτικό βάκιλο της σύγχρονης δημοκρατίας και εμποδίζει συναινέσεις έστω στα στοιχειώδη και αυτονόητα», αναφέρει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο του ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης.
cnn.gr