Σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters, το οποίο επικαλείται πληροφορίες από τις καταθέσεις του συνιδρυτή της FTX Sam Bankman-Fried, η δέσμευση των ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας έγινε καθώς υπήρχε ο κίνδυνος διασπάθισής τους ακόμα και μέσω κυβερνοεπιθέσεων.
«Όλα τα περιουσιακά στοιχεία που τέθηκαν υπό τον έλεγχο της Επιτροπής παραμένουν υπό τον αποκλειστικό έλεγχό μας» ανέφερε η εκτελεστική διευθύντρια της Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις Μπαχάμες, Christina Rolle, ενώ την σκυτάλη αναμένεται να λάβει το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας της Καραϊβικής, που θα αποφασίσει την επιστροφή των ψηφιακών assets σε πελάτες και πιστωτές της εταιρείας.
Σημειώνεται πως οι ιδρυτές της FTX, Sam Bankman-Fried και Gary Wang, δεν είχαν πλέον πρόσβαση στα tokens που δεσμεύθηκαν, ενώ σύμφωνα με το Bloomberg μόλις λίγες ώρες μετά την αίτηση κήρυξης πτώχευσης της FTX στις 11 Νοεμβρίου, περίπου 372 εκατ. δολάρια σε tokens χάθηκαν από το ανταλλακτήριο.
Συνολικά, οι εκροές από την το πρώτο 24ωρο μετά την αίτηση υπαγωγής στο Κεφάλαιο 11 ανήλθαν στα 700 εκατ. δολάρια, σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών Nansen.
Υπενθυμίζεται πως o Σαμ Μπάνκμαν-Φριντ, ιδρυτής της πλατφόρμας ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων FTX, κατηγορείται για εξαπάτηση επενδυτών ύψους 1,8 δισ. δολαρίων.
Τον περασμένο μήνα, ο Μπάνκμαν-Φριντ ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της FTX και την αντικατάστασή του από τον John J. Ray III.
Αν και η έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί, είπε ο Ray, η κατάρρευση της FTX φαίνεται να προέρχεται από τη συγκέντρωση εξουσίας «στα χέρια μιας πολύ μικρής ομάδας εξαιρετικά άπειρων και μη εξειδικευμένων ατόμων» που απέτυχαν να εφαρμόσουν ουσιαστικά οποιονδήποτε εταιρικό έλεγχο.
Μετά την παραίτησή του, ο Μπάνκμαν-Φριντ έγραψε στο Twitter ότι σοκαρίστηκε που είδε τα πράγματα να εξελίσσονται όπως εξελίχθηκαν, όμως τόνισε πως η πτώχευση «δεν είναι απαραίτητο να σημαίνει το τέλος για τις εταιρείες ή την ικανότητά τους να παρέχουν αξία και κεφάλαια στους πελάτες τους κυρίως».