Τη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του έζησε τον Αύγουστο του 1953 ο αμυντικός του Ολυμπιακού Θανάσης (Σούλης) Κίνλεϊ, που βίωσε στη Ζάκυνθο τον εφιάλτη του σεισμού που ισοπέδωσε τα νησιά του Ιονίου.
Ο διεθνής κεντρικός αμυντικός των «ερυθρόλευκων», έκανε τις καλοκαιρινές διακοπές του στο πανέμορφο νησί των Επτανήσων, που από θερινός παράδεισος μετετράπη σε κόλαση από τα ισχυρά χτυπήματα του εγκέλαδου (6,4 – 6,8 – 7,2).
Όταν στις 9 Αυγούστου ξεκίνησαν οι δονήσεις στο Ιόνιο (στην Ιθάκη), φίλοι του Σούλη επικοινώνησαν μαζί του και τον παρότρυναν να επιστρέψει άμεσα στην Αθήνα. Εκείνος όμως, προτίμησε να παραμείνει στη Ζάκυνθο, αδυνατώντας να προβλέψει το κακό που ερχόταν…
Οι δύο μεγάλοι σεισμοί που ακολούθησαν (στις 11 και στις 12 του μήνα) συγκλόνισαν την Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο, με θλιβερό απολογισμό εκατοντάδες νεκρούς, χιλιάδες τραυματίες και άπειρα κατεστραμμένα κτήρια. Σχολεία, εκκλησίες, σπίτια. Ισοπεδώθηκαν τα πάντα…
Ο Θανάσης Κίνλεϊ ήταν τρεις ημέρες αγνοούμενος και κανείς δε γνώριζε αν βρισκόταν εν ζωή, μετά τον φονικό σεισμό που χτύπησε τα νησιά του Ιονίου.
Ο Ολυμπιακός αλλά και η οικογένειά του έστειλαν τηλεγραφήματα στη Ζάκυνθο, χωρίς όμως να λαμβάνουν ξεκάθαρη απάντηση για την τύχη του διεθνούς ποδοσφαιριστή.
Η αγωνία μεγάλωσε ακόμη περισσότερο όταν κατέφθασαν στον Πειραιά τα πρώτα πλοία με τους σεισμόπληκτους. Ο Κίνλεϊ δεν ήταν σε κανένα από αυτά, γεγονός που οδηγούσε σε κακές σκέψεις τους οικείους του, αλλά και τους φιλάθλους που περίμεναν ενημέρωση με ανυπομονησία.
Οι ελπίδες είχαν λιγοστέψει, όταν έστω και με καθυστέρηση έφτασαν στην Αθήνα τα καλά νέα για τον ποδοσφαιριστή των «ερυθρόλευκων». Ο Σούλης σώθηκε ως εκ θαύματος μέσα από τα ερείπια, με σοβαρούς τραυματισμούς στα πόδια. Από τη Ζάκυνθο μεταφέρθηκε στην Πάτρα και ακολούθως στον Πειραιά. «Αισθάνομαι σαν να γυρίζω από τη κόλαση, όπου πέρασα στιγμές αγωνίας, απόγνωσης και φρίκης», είπε ο διεθνής ποδοσφαιριστής, λίγο μετά την ολοκλήρωση της μεγάλης περιπέτειάς του.
Στις 15 Αυγούστου 1953, έκανε συγκλονιστική περιγραφή της φρίκης που αντιμετώπισε στη Ζάκυνθο. Στο σπίτι του πλέον στο Μεταξουργείο, μίλησε στην «Αθλητική Ηχώ» και τον σπουδαίο δημοσιογράφο Θεόδωρο Νικολαϊδη:
«Ο θόρυβος ήταν τρομακτικός. Λες και μια αόρατη υποχθόνια δύναμη είχε θέσει σε ενέργεια χιλιάδες κινητήρες αεροπλάνου. Αστραπιαία άρχισαν να καταρρέουν τα πάντα. Το ποδήλατό μου σκεπάστηκε, ενώ εγώ δέχθηκα μια μεγάλη πέτρα στο γόνατο.
Έτρεξα αμέσως σε ένα υπόγειο για να βοηθήσω την κ. Σαμιώτη, όταν έγινε νέα πιο ισχυρή δόνηση. Δεν ήξερα αν ήμουν ζωντανός ή πεθαμένος. Όταν βγήκα από το υπόγειο, επικρατούσε χάος.
Καθώς ένας τρομακτικός ορυμαγδός ανέβαινε από τα έγκατα της γης, μαύροι καπνοί σκέπασαν με μιας τον ήλιο και η πολιτεία έγινε κόλαση. Η γη άνοιγε και κατάπινε ανθρώπους και σπίτια. Οι τοίχοι των σπιτιών έπεφταν με πάταγο. Φρικιαστικό θέαμα. Είχες την εντύπωση πως από στιγμή σε στιγμή θα δεχόσουν το μοιραίο χτύπημα.
Η επόμενη δόνηση ήταν ακόμη πιο ισχυρή. Ότι είχε μείνει όρθιο άρχισε να γκρεμίζεται. Πέτρες και χώματα έπεφταν με μανία στους ανθρώπους και τους έθαβαν ζωντανούς.
Άνθρωποι κουρελιασμένοι, ματωμένοι, πνιγμένοι από τα χώματα, έτρεχαν στους δρόμους σαν τρελοί. Μικρά παιδιά τραβούσαν τις μητέρες τους από τα φουστάνια. Παλικάρια σήκωναν τους γέρους στα χέρια. Κορίτσια απροστάτευτα στον πρωτοφανή χαλασμό, κοιτούσαν ικετευτικά τον ουρανό.
Η πανέμορφη Ζάκυνθος ανήκε πια στο παρελθόν».
Στους σεισμούς του 1953 (τρεις κύριοι και 135 μετασεισμοί από τις 9 έως τις 12 Αυγούστου) θρηνήσαμε 476 νεκρούς, ενώ οι τραυματίες έφτασαν τους 2.412. Ήταν το καταστροφικότερο χτύπημα του εγκέλαδου, στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας.
Πηγή