Ενδοοικογενειακή βία: «Είμαι ελεύθερος» – Η συγκλονιστική εξομολόγηση 23χρονου που κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τους γονείς του

«Από μικρή ηλικία, προσωπικά εγώ κατάλαβα ότι ‘ξέρεις τι, από εδώ και πέρα είσαι μόνος σου. Ελεύθερος με ευθύνη του εαυτού σου και έχεις έναν μικρό αδελφό που θα έπρεπε να τον βοηθήσεις όσο μπορείς’».

Ένιωθε ελεύθερος μακριά από το σπίτι «κολαστήριο», όπου οι ίδιοι οι γονείς του βίαζαν εκείνον και τις δύο αδελφές του από όταν ήταν 6 ετών.

«Από όσο θυμάμαι γύρω στα 6. Δηλαδή από εκεί θυμάμαι… έχω ανάμνηση. Χαρακτηριστικά μπορώ να θυμηθώ μια δύσκολη μέρα μετά από την πρώτη δημοτικού περίπου. Έχει γίνει και τα δύο, να ασελγούσαν και οι δυο πάνω μου».

Οι περιγραφές των παιδιών που σήμερα είναι 28, 26 και 23 ετών συγκλονίζουν. Στην αποκλειστική συνέντευξη που έδωσε το αγόρι στο Live News και τη Ρία Τσοχαντάρη αποκαλύπτεται η φρίκη, που βίωναν για χρόνια αυτά τα τρία αδέλφια μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.

«Δυστυχώς, γινόταν σχεδόν σε καθημερινή βάση. Θυμάμαι πολλές φορές βράδια πριν πέσω για ύπνο να με φωνάζουν οι γονείς μου και να πηγαίνω στο δωμάτιο και να κλειδώνουν την πόρτα. Αντίστοιχα μεσημέρια, μπορεί την επόμενη μέρα να γινόταν μεσημέρι. Μέσα στην εβδομάδα μπορούσε να γινόταν και πέντε φορές. Είχε καταλήξει να είναι ρουτίνα δυστυχώς», είπε ο 23χρονος.

«Αυτό το… δηλαδή να μου το έβαζε και για τιμωρία. ”Έκανες αυτό, να ξέρεις, κάθε βράδυ στο δωμάτιό μου”. Όσο ήμουν πολύ μικρή, έβλεπα, δηλαδή θυμάμαι καταστάσεις που έπαιρνε και εμένα και την αδελφή μου μαζί. Στην πορεία, μεγαλώνοντας, πήγαινε ο καθένας ξεχωριστά. Ο άλλος μου αδελφός, δυστυχώς, είχαν, ναι, υπήρχε με τη μάνα μου κυρίως συμμετοχή», είπε η 28χρονη που έπεσε θύμα κακοποίησης.

Η φρίκη που έζησαν τρία αδέλφια στα χέρια των γονιών τους

Η ιστορία των παιδιών αυτών που είχε σοκάρει το πανελλήνιο το 2013 εξιστορείται σήμερα από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές. Τα μοναδικά θύματα αυτής της υπόθεσης.

«Όλα ξεκίνησαν όταν εκείνο το διάστημα είχε αρχίσει να πέφτει η κρίση, κι είχαν αρχίσει να χάνουν τον έλεγχο οι γονείς μου. Δηλαδή να υπάρχει πολύ βία. Βρισιές, υπήρχε ξυλοδαρμός κι εκεί ήταν όταν μας αποκόψανε την ελευθερία. Όταν μας κόψανε στο να βγαίνουμε έξω στη γειτονιά να παίζουμε μπάλα. Να παίξουμε ένα κρυφτό με τα παιδιά. Εκεί είναι που αγανακτήσαμε και αρχίσαμε να λέμε ότι κάτι πρέπει να γίνει», είπε ο 23χρονος.

Είναι αδιανόητο όμως πως ο λόγος που τους απαγόρευαν τότε να βγαίνουν έστω στην αυλή ήταν γιατί τα παιδιά είχαν μεγαλώσει, αγανακτούσαν με τους βιασμούς και το ξύλο και υπήρχε κίνδυνος να μιλήσουν.

«Μέχρι τότε πίστευα ότι ήταν κάτι φυσιολογικό»

Οι δύο κόρες φοιτούσαν ήδη στο Γυμνάσιο και ο γιος μόλις είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται πως κάτι πολύ νοσηρό συνέβαινε στο σπίτι του.

«Στην αρχή δεν ήξερα, νόμιζα ότι ήταν κάτι φυσιολογικό, που μπορεί να το περνάνε όλες οι οικογένειες. Όταν κάποια στιγμή στο δημοτικό κατά λάθος γύρισα και το είπα σε ένα συμμαθητή μου, εκεί πέρα κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Αυτό το πράγμα δεν γίνεται σε άλλα σπίτια. Αυτό κατάλαβα όταν μου είπε «όχι οι γονείς μου δεν έχουν κάνει κάτι τέτοιο σε μένα ή στα αδέλφια μου». Αλλά επειδή υπερίσχυσε ο φόβος των γονιών μου, δεν μπορούσα από εκεί και πέρα να ανοίξω τον στόμα μου», συμπλήρωσε ο 23χρονος.

Το μαρτύριο συνεχιζόταν. Οι παιδοβιαστές είχαν κάνει κόλαση τη ζωή των παιδιών τους τα οποία πάσχιζαν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν από αυτήν την αρρωστημένη κατάσταση.

«Δηλαδή προτιμούσα να κάτσω σχολείο όλη μέρα. Πραγματικά όλη μέρα. Μην βγω έξω από το σχολείο. Να μην κάνω την κίνηση να πάω σπίτι μου. Για παράδειγμα όταν έφευγε εκτός σπιτιού ο πατέρας μας για να πάει για έναν καφέ, χαιρόμασταν. Χοροπηδάγαμε από την χαρά μας που δεν θα είχαμε έναν «μπαμπούλα» στο σπίτι».

«Τις περισσότερες φορές ήταν μπροστά η μητέρα, συμμετείχε κανονικά»

Οι ομοιότητες με την υπόθεση του αστυνομικού είναι ανατριχιαστικές. Η μάνα γνώριζε, έβλεπε, συμμετείχε στους βιασμούς και προτάσσοντας πάντα τη δικαιολογία του φόβου σιωπούσε.

«Σίγουρα γινόταν σε περίοδο διακοπών που δεν είχαμε σχολεία, Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρια, δε θυμάμαι καν σε ποια ηλικία, δηλαδή ήμουν τόσο μικρή. Εμένα δεν μ’ αρέσουν τα Χριστούγεννα. Το έχω βάλει στο μυαλό μου με άσχημο τρόπο. Τις περισσότερες φορές μπροστά η μητέρα ήταν μπροστά. Στο ίδιο δωμάτιο ήταν και η μάνα μου, συμμετείχε κι η μάνα μου κανονικά, τα ήξερε, τα πάντα. Τα πάντα», είπε η 28χρονη.

«Υπήρχαν όμως σίγουρα στιγμές που θα μπορούσε να βρει τρόπο να επικοινωνήσει. Θα μπορούσε να μας πάρει ένα πρωί όταν θα δούλευε και να μας πάει στην Ασφάλεια. Δεν αντιλέγω υπερίσχυσε ο φόβος αλλά και πάλι όσο και να φοβάσαι δεν αφήνεις τα παιδιά σου να στα ακουμπήσει κανείς»,. είπε ο 23χρονος.

Αντί η μάνα να προστατέψει τα παιδιά της, αυτόν τον ρόλο ανέλαβε η μεγαλύτερη κόρη. Μια Παρασκευή αντί να πάει στο σχολείο το 17χρονο κορίτσι βρήκε το θάρρος να καταγγείλει τα όσα έκαναν σε εκείνην και τα αδέλφια της οι παιδοβιαστές. Η στιγμή της λύτρωσης είχε φτάσει.

«Ακόμα το θυμάμαι, ήταν Παρασκευή που έκλειναν τα σχολεία για Πάσχα. Μέσα στη Μεγάλη Τετάρτη είχαν έρθει ασφαλίτες στο σπίτι μου και μας πήραν για να μας πάνε στο τμήμα», είπε ο 23χρονος.

Και η ζωή μετά; Ο 23χρονος δεν τα ωραιοποιεί. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια ψυχοθεραπείας να σταθεί στα πόδια του και να αφήσει πίσω του τις κακές μνήμες.

«Δεν μπορείς να το ξεχάσεις. Να το ξεπεράσεις, ναι. Δυστυχώς το πρώτο διάστημα μέχρι ηλικίας 15-16 χρονών, είχα κάποιες εικόνες στο κεφάλι μου. Δηλαδή πάνω στην εφηβεία. Είχα πολλά νευρά, γιατί δυστυχώς, το μόνο που είχα δει στη ζωή μου ήταν μόνο η βία. Εκείνο το διάστημα έκανα αρκετή ψυχοθεραπεία. Είπα ότι θέλω να περάσω γνώση και παιδεία στον εαυτό μου. Δεν θέλω να παραμείνω ένας άνθρωπος που θα επιβάλλεται με τη βία».

Τα αδέλφια μοιράστηκαν σε δομές αρρένων και θηλέων, αλλά στην ουσία δεν χωρίστηκαν ποτέ. Παρέμειναν και παραμένουν ενωμένα, χωρίς καμία επικοινωνία με τους παιδοβιαστές γονείς τους.

«Να πάρουν θάρρος κι άλλα άτομα, γιατί η ζωή δεν τελειώνει εκεί»

Ο 23χρονος μιλώντας ζωντανά στο Live News για τα όσα έζησε θέλησε να μεταδώσει το δικό του μήνυμα δηλώνοντας «να πάρουν θάρρος κι άλλα άτομα, να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, γιατί η ζωή δεν τελειώνει εκεί».

«Στην αρχή πίστευα ότι αυτό είναι κάτι φυσιολογικό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μία μέρα έτυχε να μιλήσω με έναν συμμαθητή μου σε ένα διάλλειμα και τον ρώτησα πώς είναι η συμπεριφορά της οικογένειάς του απέναντι σε αυτόν και στα αδέρφια του. Όταν μου εξήγησε, εκείνη τη στιγμή σοκαρίστηκα πολύ άσχημα. Είχα πάθει ταχυκαρδία και ένιωθα το στήθος μου ότι θα βγει απ’ έξω από τον φόβο και το άγχος».

Αναφορικά με τους γονείς του δήλωσε ο ίδιος: «Πλέον δεν νιώθω τίποτα γι΄αυτούς τους ανθρώπους. Είναι σαν ένας αδιάφορος άνθρωπος που βλέπω απλά στο δρόμο και δεν τον γνωρίζω. Έτυχε να έρθω σε επαφή μόνο και μόνο για να δω εάν έτυχε να έχει αλλάξει κάτι και τι τους έκανε να κάνουν κάτι τέτοιο. Το δικό μου συμπέρασμα είναι ότι τέτοια άτομα έχουν μια αρρώστια μέσα στο κεφάλι τους».

Σχετικά με την απόφαση της δικαιοσύνης ο νεαρός σημείωσε ότι η απόφαση του πρώτου δικαστηρίου τον έκανε να νιώσει δικαίωση, που καταδίκασε τους γονείς σε 123 χρόνια κάθειρξη.

«Με την πάροδο του χρόνου όταν έμαθα ότι στα 9 χρόνια θα βγουν έξω, ένιωσα λίγο άσχημα. Δεν πρέπει ένας άνθρωπος από τη στιγμή που έχει κακοποιήσει παιδιά, να εκτίσει μία τόση μικρή ποινή».

Καταλήγοντας ο νεαρός ευχαρίστησε τα αδέλφια του και τους φίλους του που στάθηκαν δίπλα του και υπογράμμισε ότι σήμερα η ζωή του είναι σε πορεία εξέλιξης.


Πηγή