Μετά τη χαρά που έλαβε από τη νυκτερινή οπτασία και την εκ Θεού θεραπεία του πάθους του λαχτάρησε να δει τον κατά σάρκα αδελφό του. Έστειλε, λοιπόν, γρήγορα, για να τον βρει, τον μοναχό ο οποίος τον υπηρετούσε. Μόλις αυτός έφυγε βιαστικά, για να πραγματοποιήσει την αποστολή του, ο ίδιος έμεινε μόνος και αφοσιώθηκε στην ψυχωφελή του άσκηση. Κάποιο βράδυ, λοιπόν, την ώρα που ανέπεμπε στον Θεό τους συνηθισμένους του ύμνους, γέμισε ολόκληρος από έκσταση και κατάπληξη. Γιατί ένιωσε ένα φως να χύνεται από τον ουρανό και να αστραποβολά ολόγυρα και να φθάνει μέχρι το σπήλαιο στο οποίο βρισκόταν. Το φως αυτό γέμισε τον τόπο με μια ασύγκριτη ευωδία, η ένταση της οποίας διήρκεσε για πολλές μέρες.
Ο άγιος προσκαλεί τον γέροντά του Συμεών, για να του εξηγήσει τη θαυμαστή εμπειρία
Όταν επέστρεψε ο μοναχός τον οποίο είχε στείλει για να βρει τον αδελφό του και με δυνατό κρότο γνωστοποίησε στον όσιο την άφιξή του, αυτός άρχισε να ξυπνάει σαν να συνερχόταν από μία νάρκη που οφειλόταν στο πολύ πιοτό· άκουσε πολύ βαθιά τον κρότο κι όταν είδε τον μοναχό είπε· «Βιάστηκες, αδελφέ». Εκείνος γεμάτος απορία παρατήρησε· «Ήλθα με πολλή καθυστέρηση, πάτερ· πήγα στον τόπο στον οποίο, σύμφωνα με τις φήμες που άκουσα, ζούσε ο αδελφός σου, αλλά δεν κατάφερα να τον βρω, κι έτσι γύρισα μόνος μου». Ο όσιος τον ρώτησε πάραυτα· «Και πόσος χρόνος πέρασε αφ’ ότου σε έστειλα να τον βρεις και ποιά μέρα αναχώρησες απ’ εδώ;». Ο μοναχός απάντησε· «Δευτέρα αναχώρησα και τώρα είναι η Πέμπτη της ίδιας εβδομάδος».
Φόβος κυρίευσε τότε τον άγιο για τη θαυμαστή εμπειρία που είχε προηγηθεί. Θεώρησε, λοιπόν, σωστό να στείλει γράμμα στον γέροντα Συμεών. Το γράμμα έγραφε τα εξής: «Ο ελάχιστος μοναχός Γρηγόριος απευθύνομαι στον Συμεών, τον πνευματικό οδηγό και πατέρα μου. Το μόνο που δεν έχεις, πατέρα μου, είναι η ιδιότητα του κατά σάρκα πατέρα της ταπεινότητός μου· σου ανήκουν όμως όλα τα υπόλοιπα ονόματα και οι ιδιότητες που απορρέουν από την αγάπη σου και την πνευματική σου συγγένεια προς το πρόσωπό μου. Αυτή η αυθεντικότητα της πνευματικής σου πατρότητος μου έδωσε το θάρρος και έσπευσα να γράψω προς εσένα τον πατέρα μου το παρόν γράμμα. Θέλω να σου διηγηθώ κάτι που μου σιγοκαίει τον λογισμό και εισχωρεί μέχρι τον μυελό της ψυχής μου, το οποίο αποφάσισα να μην αποκαλύψω σε κανένα άλλον παρά μόνον σε σένα, τον πατέρα μου, και συ αυτοπροσώπως να μου πεις μήπως και μου συνέβη κάτι κακό· εύχου, λοιπόν, για το παιδί σου και έλα γρήγορα κοντά μου που τόσο ποθώ να σε δω».
Ο Συμεών αναπαύει τον Όσιο: Το φως και η ευωδία ήταν εκ Θεού
Έδωσε, λοιπόν, το γράμμα στον μοναχό που τον διακονούσε και τον έστειλε στον προαναφερθέντα Συμεών. Αυτός, αφού τον δέχθηκε και διάβασε το γράμμα, γέμισε φόβο μήπως συνέβη στον όσιο κάτι δυσάρεστο και θλιβερό. Πάραυτα, μαζί με τον αγγελιαφόρο έφυγε και πήγε στον συντάκτη και αποστολέα της επιστολής και, αφού τον χαιρέτησε με λόγους πνευματικούς, ρώτησε να μάθει τον λόγο για τον οποίο τον κάλεσε να έλθει.
Καθώς ο άγιος ετοιμαζόταν να διηγηθεί τη φρικτή οπτασία, είχε μοιρασμένο τον νου του στη λύπη και στη χαρά· στη λύπη, μήπως την οπτασία τη γέννησε κάποια αντίθετη πονηρή δύναμη· στη χαρά, διότι η φωτοχυσία, που είχε δει, είχε γεμίσει την ύπαρξή του με γαλήνη. Αποκάλυψε, λοιπόν, με ήρεμη και σιγανή φωνή στον αρχιμανδρίτη τα σχετικά με την οπτασία λέγοντάς του τα εξής· «Είχα μείνει μόνος μου, χωρίς τη συντροφιά ούτε του μοναχού που με διακονεί, και τελούσα τη συνηθισμένη δοξολογία· ξαφνικά με περιέλαμψε πλούσια φωτοχυσία που ερχόταν από ψηλά και γέμισε φως τον οικίσκο και, αφού ακούμπησε την κορυφή της κεφαλής μου και κατέβηκε μέχρι τα πόδια μου, γέμισε τον τόπο από μια απερίγραπτη ευωδία. Πέρασαν ήδη επτά μέρες αφ’ ότου συνέβησαν αυτά κι ακόμη επικρατεί στον τόπο η πλούσια εκείνη ευωδία. Αλλά, επιπλέον, απαλλάχθηκα και από την αιμορραγία από την οποία προηγουμένως υπέφερα και με την βαθιά ειρήνη, που άνωθεν εγκαταστάθηκε στην ψυχή μου, έδιωξα μακριά τον ακήρυκτο πόλεμο που είχα από τους εχθρούς μου. Τώρα λοιπόν, πατέρα μου, που τα αποκάλυψα αυτά σε σένα, ο οποίος είσαι σε θέση με την εκ Θεού διορατική έλλαμψη και χάρη που έχεις να κρίνεις και να διακρίνεις ορθώς, λυγίζω τα γόνατά μου και γονατίζω μπροστά σου και με τα δύο πόδια της συνειδήσεώς μου, με την ελπίδα πως θα μου εξηγήσεις το βαθύτερο νόημα της οπτασίας, για να μην έχω λογισμούς αμφιβολίας».
Ο προαναφερθείς αρχιμανδρίτης πλήρης θείου φωτισμού απάντησε κάπως έτσι στον όσιο· «Με κανένα τρόπο, παιδί μου, μην παραδώσεις τον εαυτό σου στη δειλία· διότι η χάρις εκείνου του φωτός που σε περιέλαμψε είναι απολύτως άσχετη με τους σκοτεινούς δαίμονες. Απεναντίας, είναι απόδειξη αγγελικής και θείας παρουσίας, η οποία σε περιβάλλει ολόκληρο με φωτοειδή λαμπρότητα και εξαφανίζει την θανατηφόρο οσμή που αναδίδουν οι βρωμεροί δαίμονες. Έχε, λοιπόν, θάρρος και συνέχισε τον δρόμο της ασκήσεως, με τη βεβαιότητα πως στην προσευχή και στον αγώνα σου έχεις συμπαραστάτη τον Θεό. Με τέτοια ουράνια δόξα και τιμή γνωρίζει ο Θεός να ανταμείβει τους δούλους του, οι οποίοι καθάρισαν το οπτικόν της διανοίας τους με τη λαμπρότητα των εντολών του και φώτισαν ως αστέρες την οικουμένη, και να χαρίζει άπλετο φωτισμό πίστεως σ’ εκείνους τους πιστούς που παρατηρούν τη βιοτή τους και να διεγείρει στην ψυχή τους τον ζήλο να μιμηθούν την αρετή τους».
Από το βιβλίο: Ο άγιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016, σελ. 39.
Για άρθρα που αναδημοσιεύονται και αναγράφεται η πηγή τους δεν φέρουμε καμμία ευθύνη, καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ιστοσελίδα.
Πηγή