Άλλωστε ελάχιστοι είναι πια αυτοί που υποστηρίζουν πως δεν υπάρχει «φούσκα» στην αγορά των crypto, το μόνο ερώτημα είναι πότε θα σκάσει και πόσο μεγάλο θα είναι το κύμα που θα προκαλέσει.
Μια φούσκα δημιουργείται όταν η τιμή ενός περιουσιακού στοιχείου αυξάνεται πολύ παραπάνω από την πραγματική του αξία, απλά και μόνο επειδή ο κόσμος πιστεύει ότι θα αυξηθεί. Αυτό μεταφράζεται συνήθως στην επιθυμία εύκολου κέρδους χωρίς η αξία να έχει πραγματικό αντίκρισμα. Όταν όμως έρθει η στιγμή που ο κόσμος σταματήσει να «αγοράζει» και ξεκινήσει να «πουλάει» η τιμές πέφτουν. Αν αυτό γίνει σταδιακά, συνήθως δεν προκαλεί μεγάλο πρόβλημα. Ωστόσο, αν η φούσκα «σκάσει» οι τιμές κατακρημνίζονται και οι μεγάλοι χαμένοι είναι όσοι αγόρασαν την εποχή της διόγκωσης της φούσκας.
Αυτό είναι κάτι που έχουμε δει πολλές φορές να συμβαίνει και φυσικά, δεν περιορίζεται μόνο στην αγορά των κρυπτονομισμάτων. Άλλωστε, τα παραδείγματα ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται είναι πολλά.
Ας δούμε τις δέκα μεγαλύτερες «φούσκες» της ιστορίας:
1. Η φούσκα της τουλίπας (1637)
Η παλαιότερη καταγεγραμμένη χρηματοπιστωτική φούσκα στην ιστορία είναι αυτή της ολλανδικής τουλίπας τον 17ο αιώνα όταν ορισμένες φημισμένες ολλανδικές οικογένειες της εποχής έφτασαν να υποθηκεύουν τις περιουσίες τους για να επενδύσουν σε βολβούς τουλίπας.
Το 1630 για περίπου επτά χρόνια οι σπάνιοι βολβοί τουλίπας έγιναν κάτι σαν σύμβολο κοινωνικής θέσης με την ζήτηση να ανεβαίνει ραγδαία καθώς όλο και περισσότεροι ήθελαν να επενδύσουν στο εντυπωσιακό λουλούδι που όμως έχει μια σημαντική ιδιαιτερότητα. Χρειάζονται επτά χρόνια για να φυτρώσει μια τουλίπα απ’ έναν σπόρο και αν και οι βολβοί μπορούν να βγάλουν δύο ή τρία κλωνάρια, ο αρχικός βολβός πεθαίνει μέσα σε λίγα χρόνια.
Μέχρι το 1636 η οποιαδήποτε τουλίπα, ακόμη και αυτές που δεν ήταν σπάνιες πωλούνταν έναντι υψηλού αντίτιμου, ενώ οι πιο πολυπόθητες κόστιζαν όσο ολόκληρα αγροκτήματα. Κάπου εκεί δημιουργήθηκε και το «πρώτο» ολλανδικό χρηματιστήριο μελλοντικών συμβολαίων.
Λίγο αργότερα η φούσκα της τουλίπας έσκασε χωρίς καμία προειδοποίηση όταν δεν βρέθηκε αγοραστής που να μπορεί να αντέξει το υψηλό κόστος. Μέσα σε λίγες μέρες η αγορά κατέρρευσε και οι βολβοί έφτασαν να πωλούνται στο ένα εκατοστό των προηγούμενων τιμών.
2. Η φούσκα της South Sea Company (1720)
Η South Sea Company ήταν μια βρετανική ανώνυμη εταιρεία που ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1711, ως σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα για την εξυγίανση και τη μείωση του κόστους του εθνικού χρέους.
Για να δημιουργήσει εισόδημα, το 1713 η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας έδωσε στην εταιρεία το αποκλειστικό δικαίωμα εμπορίου σκλάβων στις νότιες θάλασσες και την Λατινική Αμερική… όμως υπολόγισε χωρίς τον «ξενοδόχο» που εκείνη την εποχή ήταν η Ισπανία.
Όπως αποδείχτηκε, η εταιρεία δεν κατέγραψε ποτέ κανένα σημαντικό κέρδος από το μονοπώλιό της στο δουλεμπόριο, ωστόσο, η αξία της μετοχής της αυξήθηκε πολύ, καθώς επέκτεινε τις δραστηριότητές της σχετικά με το δημόσιο χρέος.
Η εταιρεία που εγγυόταν το δημόσιο χρέος της βρετανικής κυβέρνησης με επιτόκιο 5%, εξέδιδε νέες μετοχές για να χρηματοδοτήσει νέες επιχειρήσεις που υποσχόντουσαν αμύθητα πλούτη και έγινε ο λόγος που δημιουργήθηκε ο νόμος Bubble 1720, ο οποίος απαγόρευε τη δημιουργία μετοχικών εταιρειών χωρίς βασιλικό καταστατικό και προωθήθηκε από την ίδια την South Sea Company πριν από την κατάρρευσή της.
Αυτό που προκαλεί εντύπωση σήμερα είναι ο νόμος δεν δημιουργήθηκε για να «προστατεύσει» τους μικροεπενδυτές από τις ψευδείς υποσχέσεις κέρδους, αλλά για να προστατεύσει την εταιρεία από τις απαιτήσεις των επενδυτών σε περίπτωση κατάρρευσης.
Το 1720 η τιμή της μετοχής βυθίστηκε ξαφνικά λίγο πάνω από την αρχική της τιμή διακύμανσης και κατέστρεψε χιλιάδες επενδυτές. Όταν, τελικά όλα κατέρρευσαν τα στελέχη της εταιρείας συνελήφθησαν και μέλη της κυβέρνησης έχασαν τις περιουσίες τους. Την εποχή αυτών των γεγονότων, η Τράπεζα της Αγγλίας ήταν επίσης μια ιδιωτική εταιρεία που ασχολούνταν με το εθνικό χρέος και το κραχ του αντιπάλου της επιβεβαίωσε τη θέση της ως τραπεζίτης στη βρετανική κυβέρνηση.
3. Η φούσκα της Εταιρείας του Μισισιπή (1720)
Η φούσκα της Εταιρείας του Μισισιπή ήταν η γαλλική εκδοχή της φούσκας της Εταιρείας Νότιας Θάλασσας και έσκασε περίπου το ίδιο διάστημα. Η Εταιρεία του Μισισιπή ιδρύθηκε ώστε να εξερευνήσει την Αμερική και ειδικότερα τον ποταμό Μισισιπή, ελπίζοντας να ανακαλύψει χρυσό και ασήμι, παρότι μέχρι και σήμερα δεν έχει βρεθεί χρυσός στην Λουιζιάνα των ΗΠΑ.
Η γαλλική κυβέρνηση προσέλαβε τον ιδρυτή της εταιρείας, Τζον Λόου, για να λύσει το πρόβλημα δημόσιου χρέους της χώρας, κάτι το οποίο έκανε εισάγοντας τη χρήση χάρτινου νομίσματος. Οι μετοχές της Εταιρείας του Μισισιπή, που αργότερα μετονομάστηκε σε Compagnie des Indes, απογειώθηκαν και η εταιρεία εξέδιδε συνεχώς νέες μετοχές.
Τον Ιανουάριο του 1719, επενδυτές από τη Γαλλία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη αγόραζαν μετοχές έναντι 500 λιβρών, ενώ ως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους είχαν φτάσει στις 10.000 λίβρες.
Η τιμή της μετοχής άρχισε να υποχωρεί τον Ιανουάριο του 1720 όταν ορισμένοι επενδυτές πούλησαν και μετέτρεψαν τα κέρδη τους σε χρυσά νομίσματα. Για να ανακόψει το ξεπούλημα των μετοχών, ο Λόου έθεσε ανώτατο όριο στις συναλλαγές (capital controls) με χρυσό. Τα χαρτονομίσματα που εξέδιδε ο ίδιος, μέσω της Bank Royale, έγιναν νόμιμο χρήμα και μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιηθούν για τη πληρωμή φόρων και το διακανονισμό χρεών, καθώς η εταιρεία προσπαθούσε να πείσει τους πολίτες να δεχτούν τη χρήση τους και να προτιμούν τα χαρτονομίσματα έναντι του χρυσού. Στη συνέχεια, η τράπεζα υποσχέθηκε να ανταλλάσσει τα χαρτονομίσματα με μετοχές της εταιρείας στη τρέχουσα τιμή των 10.000 λιβρών ανά μετοχή. Η προσπάθεια μετατροπής των μετοχών σε χρήμα είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνίδιο διπλασιασμό της προσφοράς χρήματος στη Γαλλία. Ο πληθωρισμός, κατά συνέπεια, εκτοξεύτηκε στο 23% τον Ιανουάριο του 1720.
Το τέλος της εταιρείας ήρθε τον Ιούλιο του 1720, όταν δεκαπέντε άτομα έχασαν τη ζωή τους στις συμπλοκές που ξέσπασαν από τον αγανακτισμένο κόσμο και η εταιρεία ανακοίνωσε ότι όχι μόνο οι μετοχές, αλλά ούτε και τα τραπεζογραμμάτια είχαν αντίκρισμα σε χρυσό.
4. Η φούσκα της Βεγγάλης (Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών) (1769)
Η φούσκα της Βεγγάλης στην Νότια Ασία προκλήθηκε από την υπερβολική αξία της μετοχής της βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και οδήγησε στο μεγάλο Κραχ των Ανατολικών Ινδιών το 1769.
Η εταιρεία ιδρύθηκε για να εμπορεύεται στην περιοχή του Ινδικού Ωκεανού και κατέλαβε τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων της ινδικής υποήπειρου, αποίκισε τμήματα της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Χονγκ Κονγκ μετά τον πρώτο πόλεμο του οπίου και διατηρούσε εμπορικές θέσεις και αποικίες στις κατοικίες του Περσικού Κόλπου. Η εταιρεία τελικά κατέληξε σε μεγάλες περιοχές της Ινδίας, ασκώντας στρατιωτική δύναμη και αναλαμβάνοντας διοικητικές λειτουργίες. Παρότι δεχόταν συχνά κρατικές παρεμβάσεις στήριξης, η εταιρεία αντιμετώπιζε επαναλαμβανόμενα προβλήματα με τα οικονομικά της. Το 1769 η μετοχή της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών συναλλασσόταν έναντι 284 στερλίνων, ενώ μέχρι το 1784 είχε χάσει το 55% της αξίας της.
5. Η φούσκα των βρετανικών σιδηροδρόμων (1860-73)
Ο σιδηρόδρομος γεννήθηκε στην Αγγλία, γύρω στα 1830 και ήταν μία από τις μεγαλύτερες τεχνολογικές καινοτομίες όλων των εποχών, ενώ η γραμμή Μάντσεστερ-Λίβερπουλ αποτέλεσε το πρώτο επιτυχημένο εμπορικά δίκτυο. Η έλευση του σιδηρόδρομου θεωρήθηκε σύμβολο του θριάμβου του ανθρώπου μέσω της τεχνολογίας και προκάλεσε έναν επενδυτικό παροξυσμό που σάρωσε τη Μεγάλη Βρετανία, στις αρχές του 1840.
Οι επιχειρηματίες που αύξησαν το κεφάλαιο τους από τη Βιομηχανική Επανάσταση είδαν τον σιδηρόδρομο ως μια χρυσή ευκαιρία επένδυσης. Παράλληλα, η δημιουργία οργανωμένων χρηματιστηριακών αγορών κατέστησε προσιτή την αγορά μετοχών ακόμα και σε μικροαποταμιευτές. Ωστόσο υπήρχε μια ιδιαιτερότητα, καθώς οι επενδυτές ήταν ότι μπορούσαν να αγοράσουν τις μετοχές με… δανεικά, πληρώνοντας πρακτικά μόλις το 10% της αξίας τους.
Δημιουργήθηκαν δεκάδες επενδυτικά σχήματα για την ανάπτυξη και εκμετάλλευση σιδηροδρομικών δικτύων, ενώ οι μετοχές τους είχαν προβληθεί ως επένδυση «μηδενικού» κινδύνου.
Όμως προς το τέλος του 1845 η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκια, διακόπτοντας τη μεγάλη ροή επενδυτικών – κερδοσκοπικών κεφαλαίων προς το σιδηρόδρομο και προκάλεσε την απότομη πτώση της τιμής των μετοχών. Δεκάδες εταιρείες χρεοκόπησαν και οι μέτοχοι έχασαν τις περιουσίες τους.
6. Η ιαπωνική φούσκα (1990)
Μεταξύ 1985 και 1989, οι ιαπωνικές μετοχές τετραπλασιάστηκαν σε αξία, με «πρωταγωνιστές» την αγορά ακινήτων και το χρηματιστήριο. Η φούσκα της Ιαπωνίας άρχισε να μεγαλώνει μετά από την μεγάλη ύφεση της ιαπωνικής οικονομίας του 1986, όταν η κυβέρνηση και η Κεντρική Τράπεζα της χώρας ξεκίνησαν ένα ευρύ πρόγραμμα οικονομικής και νομισματικής χαλάρωσης. Το πιο μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάστηκε στο ιαπωνικό real estate, όπου γινόταν πραγματική μάχη για ένα κομμάτι γης στο Τόκιο. Μάλιστα οι τιμές σε κάποιες περιοχές έφθασαν στα εξωφρενικά επίπεδα του 1 εκατ. δολαρίου ανά τετραγωνικό μέτρο.
Η κατάρρευση ήρθε το 1990, με τις τιμές να πέφτουν έως και 99% και δεν έχουν ανακάμψει πλήρως ακόμα. Σύμφωνα με έκθεση της Τράπεζας της Ιαπωνίας η φούσκα οφειλόταν στην επιθετική πολιτική από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, στην απορρύθμιση της αγοράς μετά την ύφεση, στην πιστωτική χαλάρωση και την χαμηλή φορολογία της κυβέρνησης, ενώ υποστηρικτικά λειτούργησε και η συγκέντρωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στο Τόκιο.
7. Η φούσκα του Χρηματιστηρίου Αθηνών (1999)
Η άρση πολλών διεθνών περιορισμών στην διακίνηση κεφαλαίων, η ψηφιακή επανάσταση και το διαδίκτυο, η μείωση των καταθετικών επιτοκίων, η ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, η μείωση του πληθωρισμού, η βελτιωμένη δημοσιονομική εικόνα της χώρας, μεταξύ άλλων, δημιούργησαν την εντύπωση μιας σημαντικής βελτίωσης των θεμελιωδών παραμέτρων της ελλαδικής οικονομίας ήταν ένας συνδυασμός οικονομικών παραγόντων που προκάλεσαν την ελληνική χρηματιστηριακή φούσκα.
Τα υψηλά κέρδη σε μικρό αριθμό επενδυτών μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα προσέλκυσε ολοένα και περισσότερους επενδυτές που ήθελαν μερίδιο στην επιτυχία, χωρίς όμως να έχουν γνώσεις ή περιθώρια απωλειών. Το καλοκαίρι του 1999, η ενασχόληση με το χρηματιστήριο είχε φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ, καθώς ακόμη και σε μικρά χωριά υπήρχαν ΕΛΔΕ (εταιρείες λήψης και διαβίβασης εντολών) που λειτουργούσαν ως γραφεία διαμεσολάβησης για την αγορά και πώληση μετοχών. Υπολογίζεται ότι πάνω από 1.300 εταιρείες δραστηριοποιούνταν στο Χρηματιστήριο.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1999 ο γενικός δείκτης του ΧΑΑ έφτασε στο ιστορικό υψηλό των 6.335 μονάδων καταγράφοντας μια εντυπωσιακή αύξηση 579% και ο όγκος των ημερήσιων συναλλαγών είχε ξεπεράσει τα 570 δις. δραχμές, ενώ η συνολική κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου έφτασε τα 212,8 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούσε στο 182% του ΑΕΠ.
Η πτώση ξεκίνησε την Δευτέρα, 20 Σεπτεμβρίου 1999 αλλά έγινε ιδιαίτερα αισθητή από τις 23 Σεπτεμβρίου και μετά, με τον γενικό δείκτη να σημειώνει πτώση 12,7% σε 3 ημέρες και πτώση άνω των 1.000 μονάδων σε μία βδομάδα. Το κραχ ενισχύθηκε από την μαζική συνειδητοποίηση ότι υπήρχαν μετοχές «φούσκες», οι οποίες είχαν μεν υψηλή ονομαστική αξία, αλλά αυτό δεν είχε αντίκρυσμα σε πραγματική αξία βάσει της οικονομικής δραστηριοτήτας της εταιρείας.
8. Η φούσκα των Dot.com (2000)
«Τεχνολογική φούσκα», «φούσκα ντοτ-κομ», «φούσκα ίντερνετ» είναι μερικά από τα ονόματα που αποδόθηκαν σε αυτή τη φούσκα. Το 2000 ήταν η εποχή της εξάπλωσης του διαδικτύου. Οι υπολογιστές έγιναν «οικιακή συσκευή» και οι διαδικτυακές εταιρείες αποκτούσαν επενδυτές. Ο τεχνολογικός δείκτης NASDAQ στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης «πρόσθετε» πολλά υποσχόμενες – πλην μη κερδοφόρες εταιρίες – που περιείχαν το «.com» στο όνομά τους.
Η eBay και η Yahoo ήταν μερικές από τις εταιρείες που πραγματοποίησαν αρχικές δημόσιες εγγραφές (IPO) εκείνο το διάστημα, ωστόσο ήταν από τις λίγες που είχαν πραγματικό αντικείμενο. Η αρχή του τέλους τοποθετείται στην Δημόσια Εγγραφή της TheGlobe.com, μια εταιρεία που δεν είχε κέρδη αλλά μπήκε στο χρηματιστήριο με τιμές ρεκόρ. Η εταιρεία είχε στόχο η μετοχή της να διατεθεί στην τιμή των 9 δολαρίων, αλλά την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης η μετοχή εκτινάχθηκε μέχρι και τα 97 δολάρια ενδοσυνεδριακά. Ένα από τα εξωφρενικά παραδείγματα της τρέλας που επικρατούσε είναι το παράδειγμα της εταιρείας δικτύων Sycamore Networks, η οποία αν δεν είχε καθόλου έσοδα μπήκε στο χρηματιστήριο με κεφαλαιοποίηση ύψους 14 δισ. δολαρίων.
Όταν η φούσκα έσκασε λίγο μετά την αλλαγή της χιλιετίας είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια κεφαλαίων ύψους 5 τρισ. δολαρίων.
9. Η φούσκα της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ (2007)
Η φούσκα της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ έσκασε το 2007 και θεωρείται από πολλούς η αρχή για την παγκόσμια οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Πρόκειται για μια φούσκα με ιδιαιτερότητες καθώς στο επίκεντρο της βρισκόταν μια γενικότερα «συντηρητική» επένδυση, αυτή της κατοικίας. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε όταν οι τράπεζες άρχισαν να χρηματοδοτούν υπερβολικά εύκολα την αγορά κατοικίας, ακόμη και σε δανειολήπτες που ήταν σίγουρο ότι δεν θα μπορούσαν να αποπληρώσουν το δάνειό τους. Η δημιουργία μεγάλης «ζήτησης» ανέβασε τον αριθμό των επενδύσεων και με τη σειρά τους αυξήθηκαν κατακόρυφα και οι τιμές των κατοικιών. Οι τιμές κατοικίας από το 2002 και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια αυξάνονταν με ραγδαίους ρυθμούς, μέχρι το 2006 όταν η πορεία αντιστράφηκε με αποτέλεσμα το μέσο σπίτι να χάνει περίπου το ένα τρίτο της αξίας του.
Στην κορύφωση της κρίσης των στεγαστικών δανείων, πρωταγωνιστής ήταν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα Lehman Brothers, το οποίο ήταν εξαιρετικά ευάλωτο σε κάθε κάμψη των τιμών των ακινήτων καθώς είχε υποθηκεύσει τόσα ακίνητα που είχε καταλήξει κτηματομεσιτικό γραφείο.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 η εταιρεία ενεργοποίησε το άρθρο 11 και παραμένει μέχρι και σήμερα η μεγαλύτερη κατάθεση πτώχευσης στο ιστορικό των ΗΠΑ. Η Lehman κατείχε περιουσιακά στοιχεία άνω των 600 δις. δολαρίων ΗΠΑ.
Η χρεοκοπία προκάλεσε μια ημερήσια πτώση του Dow Jones Industrial Average της τάξεως του 4,5%, τη μεγαλύτερη πτώση μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
10. Η φούσκα του Bitcoin
Η φούσκα των κρυπτονομισμάτων γενικότερα και του bitcoin ειδικότερα βρίσκεται σε εξέλιξη αν και πολλοί βλέπουν το «σκάσιμο» της στην κατάρρευση του ανταλλακτηρίου FTX.
Ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που διαφωνούν με το γεγονός πως πρόκειται για «φούσκα», ωστόσο αν κανείς εξετάσει τη δημιουργία του bitcoin και την αξία του στην αγορά μπορεί να συμφωνήσει πως πληροί τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί «φούσκα».
Ο κύριος λόγος είναι πως δεν έχει καμία απολύτως εγγενή αξία, αυτό σημαίνει πως αν αύριο έπαυαν όλοι να χρησιμοποιούν το bitcoin ως μέσο ενδεχόμενου πλουτισμού, θα έχανε όλη του την αξία και αυτό διότι δεν έχει καμία απολύτως πρακτική χρήση.
Το πραγματικό ερώτημα είναι γιατί δεν έχει «σκάσει» ακόμα και πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν πως αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχουν πολλοί «εγκλωβισμένοι». Δηλαδή άνθρωποι που αγόρασαν ακριβά και δεν μπορούν να ρευστοποιήσουν χωρίς να χάσουν πάρα πολλά χρήματα.
Εν αναμονή της νέας φούσκας ακινήτων
Το Νοέμβριο του 2021 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προειδοπιούσε για «φούσκες» στην αγορά ακινήτων και στις αποτιμήσεις χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων μέσα από την έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η ΕΚΤ ανέφερε πως οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την πανδημία μειώνονται, αλλά έχουν δημιουργηθεί ευπάθειες και προκλήσεις για την ανάκαμψη.
«Ο κίνδυνος διορθώσεων των τιμών έχει αυξηθεί σε ορισμένες αγορές ακινήτων και χρηματιστήρια. Τα τρωτά σημεία στις αγορές οικιστικών ακινήτων έχουν αυξηθεί, ειδικά σε χώρες με αποτιμήσεις που ήταν ήδη αυξημένες πριν από την πανδημία», αναφέρει η ΕΚΤ.
Για τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις η ΕΚΤ αναφέρει τα εξής: «Επενδυτικά ταμεία, ασφαλιστικές επιχειρήσεις και συνταξιοδοτικά ταμεία, συνέχισαν να αυξάνουν την έκθεσή τους σε εταιρικό χρέος χαμηλότερης διαβάθμισης και θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν σημαντικές πιστωτικές απώλειες εάν οι συνθήκες στον εταιρικό τομέα επιδεινωθούν. Τα επενδυτικά κεφάλαια παραμένουν επίσης πολύ εκτεθειμένα στον κίνδυνο ρευστότητας».