Παρότι χιλιάδες κάτοικοι εγκατέλειψαν το Σούμι της βορειοανατολικής Ουκρανίας για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς, η 31χρονη Σβετλάνα Χονκάροβα δεν τολμάει να φύγει από την πόλη γιατί είναι άπατρις.
Εξακολουθεί, όταν οι σειρήνες ηχούν την νύχτα, η Σβετλάνα Χονκάροβα παίρνει τους δύο μικρούς γιούς της και τους κατεβάζει στο κελάρι κάτω από το διαμέρισμά τους στην πόλη Σούμι της Ουκρανίας ελπίζοντας το άλλο πρωί να είναι ακόμη ζωντανοί.
«Φοβάμαι ότι αν αποφάσιζα να φύγω δεν θα μπορούσα να διασχίσω σημεία ελέγχου ή σύνορα επειδή δεν έχω έγγραφα», είπε η ίδια στο Ίδρυμα Thomson Reuters με βιντεοκλήση.
«Φοβάμαι επίσης πολύ ότι θα με χωρίσουν από τα παιδιά μου γιατί δεν έχω καμία απόδειξη ότι είμαι η μητέρα τους».
Παρότι η Χονκάροβα έχει ζήσει στην Ουκρανία σχεδόν όλη τη ζωή της, δεν έχει δικαίωμα σε επίσημη απασχόληση ή υγειονομική περίθαλψη και δεν μπορεί να ανοίξει τραπεζικό λογαριασμό, να έχει ιδιοκτησία ή ακόμη και να παντρευτεί.
Τα Ηνωμένα Έθνη εκτιμούν ότι στην Ουκρανία υπάρχουν περίπου 36.000 απάτριδες, οι οποίοι ζουν στα περιθώρια της κοινωνίας, στερημένοι από βασικά δικαιώματα και υπηρεσίες.
Ορισμένοι ειδικοί για θέματα απατρίας υποστηρίζουν ότι ο πραγματικός αριθμός τους είναι πολύ υψηλότερος.
Σε αυτούς περιλαμβάνονται πολλοί όπως η Χονκάροβα, οι οποίοι πέρασαν απαρατήρητοι μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και ένα σημαντικό ποσοστό της μεγάλης εθνοτικής μειονότητας της Ουκρανίας-του πληθυσμού των Ρομά.
Ανάμεσα σε άλλους που κινδυνεύουν με απατρία περιλαμβάνονται άνθρωποι που εγκατέλειψαν για να γλιτώσουν τις αποσχισθείσες περιοχές της ανατολικής Ουκρανίας Ντονέτσκ και Λουχάνσκ, καθώς και περίπου 60.000 παιδιά που γεννήθηκαν σε αυτές τις περιοχές και στην χερσόνησο της Κριμαίας, την οποία κατέλαβε η Ρωσία το 2014.
«Ο πόλεμος έχει καταστήσει τώρα ακόμη πιο περίπλοκη και επισφαλή την ζωή των απάτριδων με πολλούς από αυτούς να είναι εγκλωβισμένοι σε περιοχές κατεστραμμένες από τον πόλεμο», λέει ο Κρις Νας, ο διευθυντής του Ευρωπαϊκού Δικτύου Απατρίας, μιας συμμαχίας της κοινωνίας των πολιτών.
«Πιθανόν πιο ενδεικτικό της κακής τους κατάστασης είναι το γεγονός ότι ακόμη και αν καταφέρουν να εγκαταλείψουν την Ουκρανία, παραμένει ασαφές αν θα μπορέσουν κάποτε να επιστρέψουν όταν τελειώσει ο πόλεμος».
Η ρωσική εισβολή στις 24 Φεβρουαρίου έχει ξεριζώσει ένα τέταρτο του πληθυσμού της Ουκρανίας των 44 εκατομμυρίων κατοίκων, περιλαμβανομένων πάνω από 4 εκατομμυρίων που έχουν διαφύγει στο εξωτερικό, κυρίως στις γειτονικές χώρες της Ευρώπης.
Η ΕΕ έχει παραχωρήσει στους Ουκρανούς το δικαίωμα να ζουν, να εργάζονται και να έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας στις 27 χώρες του μπλοκ, αλλά σύμφωνα με τον Νας τα μέτρα έκτακτης ανάγκης κινδυνεύουν να αποκλείσουν πολλούς απάτριδες.
«Καλούμε όλες τις χώρες της ΕΕ να επεκτείνουν την ίδια υποδοχή και προστασία σε όλους όσοι εγκαταλείπουν την Ουκρανία», είπε ο ίδιος.
Διακρίσεις
Όπως λέει η Χονκάροβα, ο πόλεμος έχει αυξήσει τις δυσκολίες και τις διακρίσεις που ήδη αντιμετωπίζουν οι απάτριδες στην Ουκρανία.
«Είναι δύσκολο γιατί δεν μπορώ να λάβω ιατροφαρμακευτική φροντίδα ή κοινωνική βοήθεια για τα παιδιά, δεν μπορώ επισήμως να εργάζομαι και δεν μπορώ να κερδίζω χρήματα», εξηγεί η Χονκάροβα.
Η Σοφία Κορντόνετς, υπεύθυνη έργου της ουκρανικής οργάνωσης αρωγής των απάτριδων, της «Right to Protection», δήλωσε ότι πολλοί βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις φιλανθρωπικές οργανώσεις και στους εθελοντές για βοήθεια καθώς δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε επίσημη εργασία.
Οι απάτριδες είναι λιγότερο πιθανό να έχουν αποταμιεύσεις στις οποίες να μπορούν να βασιστούν και κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερα εμπόδια στην εξεύρεση στέγης και βοήθειας αν εκτοπιστούν, εξήγησε η Κορντόνετς.
Η κυβέρνηση έχει προσφέρει σε πολλούς Ουκρανούς που βρίσκονται σε εμπόλεμες ζώνες ένα εφάπαξ βοήθημα 202,5 ευρώ, το οποίο ωστόσο δεν δικαιούνται οι απάτριδες γιατί το επίδομα αυτό παρέχεται μόνο στους φορολογούμενους.
Παρότι οι γειτονικές χώρες έχουν ανοίξει τα σύνορά τους, η Κορντόνετς γνωρίζει μόνο λιγοστούς απάτριδες που έχουν εγκαταλείψει την Ουκρανία, κάποιοι εκ των οποίων φέροντας σοβιετικά διαβατήρια που έχουν λήξει.
«Φοβούνται πολύ ότι δεν θα μπορέσουν να επιστρέψουν. Το πρώτο ερώτημα που μας θέτουν συχνά δεν είναι “πώς μπορώ να φύγω;”, αλλά “πώς μπορώ να επιστρέψω;” ».
«Νοιώθω ότι δεν υπάρχω»
Το 2014 τα Ηνωμένα Έθνη ξεκίνησαν μια εκστρατεία με τίτλο #Ανήκω, για να τερματιστούν τα δεινά εκατομμυρίων απάτριδων σε όλο τον κόσμο εντός μιας δεκαετίας.
Τον περασμένο χρόνο η Ουκρανία θέσπισε μια διαδικασία για τον εντοπισμό και την προστασία των απάτριδων στο έδαφός της και την πιθανή παροχή υπηκοότητας σε αυτούς.
Αλλά μόνο 55 άνθρωποι έχουν μέχρι στιγμής αναγνωριστεί. Η εξέταση εκατοντάδων άλλων αιτήσεων, περιλαμβανομένης εκείνης της Χονκάροβα, έχει αναβληθεί έπειτα από το ξέσπασμα του πολέμου.
Η Χονκάροβα γεννήθηκε στη διάρκεια των τελευταίων ημερών της Σοβιετικής Ένωσης στη σημερινή νοτιοδυτική Ρωσία, αλλά μεγάλωσε στην Ουκρανία από μια γυναίκα την οποία θεωρούσε γιαγιά της, παρότι δεν τις συνέδεε συγγενική σχέση.
Δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της και έχασε επαφή με την μητέρα της. ‘Εκανε για πρώτη φορά αίτηση για να λάβει την ουκρανική υπηκοότητα όταν ήταν 16 ετών, αλλά αυτή απορρίφθηκε.
Το σχολείο την έδιωξε στην εφηβεία της όταν οι αρχές ανακάλυψαν ότι δεν είχε έγγραφα και έτσι η Χονκάροβα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το όνειρό της να γίνει νοσοκόμα.
Έπιασε δουλειά σε ένα κατάστημα καλλυντικών, όπου πληρωνόταν όμως πολύ λιγότερο σε σχέση με τους συναδέλφους της.
Η ζωή της ήταν γεμάτη με ταπεινώσεις. Στη διάρκεια της πρώτης εγκυμοσύνης της ένας γιατρός την συμβούλευσε να υποβληθεί σε άμβλωση εξαιτίας της κατάστασής της.
«Νιώθω ότι δεν υπάρχω. Το μόνο που επιθυμώ είναι μια ταυτότητα ώστε να μπορέσω να ζήσω και να προχωρήσω στη ζωή μου».
Η Χονκάροβα λέει ότι η εισβολή της προκάλεσε ντροπή και μόνο για το γεγονός ότι έχει γεννηθεί στη Ρωσία.
«Είμαι σοκαρισμένη και ταραγμένη. Αν ήμουν άνδρας θα έπαιρνα ένα όπλο και θα πήγαινα να πολεμήσω τους Ρώσους. Είμαι Ουκρανή. Αυτή είναι η χώρα μου», καταλήγει.
cnn.gr