Με πρόωρους θανάτους συνδέουν οι επιστήμονες τη συνήθεια πολλών από εμάς να προσθέτουμε αλάτι στο ήδη μαγειρεμένο φαγητό μας, όταν έχουμε ήδη καθίσει στο τραπέζι.
Ειδικότερα, οι ερευνητές βρήκαν ότι η προσθήκη αλατιού στερεί περισσότερα από δύο χρόνια από το προσδόκιμο ζωής των ανδρών και ενάμιση χρόνο από εκείνο των γυναικών.
Οι μελετητές διευκρινίζουν ότι δεν συμβαίνει το ίδιο αν προσθέσουμε αλάτι κατά τη διαδικασία παρασκευής του φαγητού μας.
Η μελέτη δεν απέκλεισε άλλους παράγοντες, όπως ότι η κατανάλωση αλατιού είναι ένας δείκτης ενός γενικότερα λιγότερου υγιεινού τρόπου ζωής, ωστόσο η ομάδα έκρινε ότι τα στοιχεία είναι αρκετά σαφή ως προς την ανάγκη να αλατίζουμε λιγότερο το μαγειρεμένο φαγητό μας.
«Εξ όσων γνωρίζω, πρόκειται για την πρώτη μελέτη που συνδέει την προσθήκη αλατιού με τον πρόωρο θάνατο», λέει ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Lu Qi του πανεπιστημίου Tulane, στη Νέα Ορλεάνη.
«Ακόμη και μια μετριοπαθής μείωση αλατιού μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά οφέλη για την υγεία μας, ειδικά όταν γενικεύεται σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού».
Η μελέτη βασίστηκε στην έρευνα περισσότερων από 500.000 συμμετεχόντων σε βάθος χρόνου εννέα ετών.
Η πρόσληψη αλατιού είναι δύσκολο να παρακολουθηθεί με ακρίβεια, επειδή πολλά επεξεργασμένα τρόφιμα περιέχουν υψηλά επίπεδα αλατιού και η άμεση μέτρηση μέσω τεστ ούρων δεν παρέχει απαραίτητα ένα στιγμιότυπο ενδεικτικό της συνολικής πρόσληψης.
Περίπου το 70% της πρόσληψης νατρίου στους δυτικούς πληθυσμούς προέρχεται από επεξεργασμένα και παρασκευασμένα τρόφιμα, με το 8-20% να προέρχεται από το αλάτι που προστίθεται στο τραπέζι. Ωστόσο, η προσθήκη αλατιού είναι ένας πολύ καλός δείκτης της προτίμησης ενός ατόμου για τροφές με αλμυρή γεύση, επομένως η ομάδα εστίασε την ανάλυσή της σε αυτή τη μέτρηση.
Σε σύγκριση με αυτούς που ποτέ ή σπανίως προσθέτουν αλάτι στο φαγητό του, αυτοί που το κάνουν πάντα διατρέχουν 28% αυξημένο κίνδυνο να πεθάνουν πρόωρα. Σε ηλικία 50 ετών, οι άνδρες και οι γυναίκες που πάντοτε προσθέτουν αλάτι είχαν μικρότερο προσδόκιμο ζωής 2,3 χρόνια και 1,5 χρόνο αντίστοιχα.
Άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα, όπως η ηλικία, το φύλο, η εθνικότητα, ο δείκτης μάζας σώματος, το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, η σωματική δραστηριότητα, η διατροφή και θέματα υγείας όπως ο διαβήτης, ο καρκίνος και οι καρδιακές παθήσεις, ελήφθησαν επίσης υπόψη.
cnn.gr