Tο υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα για τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η ακρίβεια σε βασικά αγαθά, με τον πληθωρισμό να παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Οι παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις, οι συνεχείς μεταβολές στις τιμές της ενέργειας και η κλιματική αλλαγή δημιουργούν αβεβαιότητα για την πορεία του πληθωρισμού τους επόμενους μήνες.
Του Δημήτρη Χριστούλια
Την ίδια στιγμή, το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προσπαθεί μέσα από μια νέα δέσμη μέτρων να περιορίσει την ακρίβεια σε βασικά αγαθά. Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι εάν και πότε υπάρχει το ενδεχόμενο να μειωθούν οι τιμές. Στο ερώτημα αυτό απαντούν με παρεμβάσεις τους στη Realnews τρεις επιφανείς οικονομολόγοι και τρεις εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις να κάνουν λόγο για μείωση των αυξήσεων στις τιμές των τροφίμων το επόμενο διάστημα ή για μείωση των τιμών τους επόμενους έξι με δώδεκα μήνες, υπό προϋποθέσεις…
«Μειώσεις μετά το 2024»
Παναγιώτης Ε. Πετράκης, Ομότιμος καθηγητής Οικονομικών Επιστημών
«Εκτιμούμε ότι γενικά υπάρχει μια σταθερή προοπτική μείωσης των αυξήσεων στις τιμές, ωστόσο δεν διαβλέπουμε πτώση των τιμών σε επίπεδα πριν ξεσπάσει η πληθωριστική κρίση. Εκτιμούμε, επίσης, ότι υπάρχουν ορισμένες πιθανότητες μετά το 2024 να εμφανιστούν ακόμη και μειώσεις στις τιμές κάποιων αγαθών, ιδίως στην Ελλάδα που εμφανίζει υψηλότερο παραγωγικό κενό σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές χώρες. Γενικά, πάντως, σε παγκόσμιο επίπεδο αναμένουμε μείωση του ρυθμού αύξησης των τιμών και όχι μειώσεις.
Επίσης, οι τιμές των τροφίμων δέχονται δύο σημαντικές πιέσεις που οδηγούν σε αυξήσεις. Η μία έχει να κάνει με την κλιματική αλλαγή (φαινόμενο El Niηo) αλλά και τη γενικότερη κλιματική αλλαγή, και η άλλη με τις τιμές ενέργειας που επηρεάζουν σημαντικά μια σειρά από αγαθά και υπηρεσίες.
Οι πιέσεις στις τιμές των τροφίμων λόγω του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής (ξηρασία στον παγκόσμιο Νότο) φαίνεται ότι θα διατηρηθούν και τους επόμενους μήνες, χωρίς ωστόσο να εμφανίζουν διάθεση κατακλυσμιαίας αυξητικής μεταβολής. Στην Ελλάδα, όπως και στη Σλοβενία πριν από ενάμιση μήνα όπου έγιναν σημαντικές καταστροφές στη γεωργική παραγωγή από τις πλημμύρες, θα υπάρξει μια βραχυχρόνια άνοδος των τιμών, η οποία μπορεί να είναι και εντυπωσιακή σε ορισμένα είδη, αλλά αυτό θα είναι ένα βραχυχρόνιο φαινόμενο. Σύντομα οι τιμές θα εξορθολογιστούν, κυρίως από την αύξηση των εισαγωγών. Συγχρόνως, παρατηρείται μια διατήρηση των αυξητικών τιμών στην ενέργεια. Η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από τη συμπεριφορά των παραγωγών χωρών, όπως η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία, οι οποίες μειώνουν τη διαθέσιμη παραγωγή πετρελαίου. Αυτά σημαίνουν ότι θα δίναμε μια 80% πιθανότητα για μια σχετικά ήπια εξέλιξη του πληθωρισμού το επόμενο διάστημα, αλλά καλά θα κάνουμε να σκεφτόμαστε ότι υπάρχει και 20% πιθανότητα να εμφανιστεί ένας υψηλότερος ρυθμός παγκόσμιου πληθωρισμού μεταξύ 5% και 7%, σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα. Γι’ αυτό και τα επιτόκια δεν φαίνεται να αποκλιμακώνονται, τουλάχιστον μέχρι και τα μέσα του 2024».
«Ακριβαίνουν οι συντελεστές της παραγωγής»
Γιάννης Χαλικιάς, Επίτιμος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
«Ο πληθωρισμός ήρθε στη χώρα μας πριν από περίπου δύο χρόνια και έμεινε. Μην είμαστε, όμως, τόσο απαισιόδοξοι. Σας υπενθυμίζω ότι ξεκίνησε από το “ψυχολογικό” όριο του “υγιούς” πληθωρισμού του 2% τον Σεπτέμβριο του 2021 και μετά από συνεχείς αυξήσεις άγγιξε το 12% τον Ιούνιο του 2022, τον υψηλότερο πληθωρισμό στη χώρα μας από το 1994.
Εκτοτε, σταδιακά μειώνεται για να περιοριστεί σε +1,8% τον Ιούνιο του 2023 και στη συνέχεια να αυξηθεί σε +2,5% και +2,7% κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, αντίστοιχα. Επομένως, μήπως δεν έχουμε πρόβλημα; Δυστυχώς έχουμε. Τα τρόφιμα συνεχίζουν να σημειώνουν διψήφια ποσοστά πληθωρισμού από τον Απρίλιο του 2022 μέχρι σήμερα και, με εξαίρεση τα ενεργειακά προϊόντα, είναι η μόνη κατηγορία προϊόντων που διατηρούν διψήφιο ποσοστό πληθωρισμού. Το κύριο πρόβλημα με τα τρόφιμα είναι η μεγάλη τους συμμετοχή στην κατανάλωση (άνω του 20%), με αποτέλεσμα την επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού, ειδικά στα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα. Και το ερώτημα είναι γιατί δεν υποχωρούν οι τιμές; Η απάντηση είναι ότι όλοι οι συντελεστές παραγωγής των προϊόντων του αγροδιατροφικού τομέα γίνονται σταδιακά ακριβότεροι, ενώ παράλληλα μειώνεται η προσφορά τους λόγω των εμπόλεμων καταστάσεων και των θεομηνιών. Τέλος, μην ξεχνάμε τα αυξανόμενα κέρδη του μεταποιητικού τομέα τροφίμων».
«Οι εξωτερικοί παράγοντες και η ασυδοσία της αγοράς»
Λευτέρης Θαλασσινός, Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς
«Το πρόβλημα του υψηλού πληθωρισμού στην οικονομία παραμένει. Παρά το γεγονός ότι έγιναν προσπάθειες για τη μείωση του πληθωρισμού, το επιθυμητό αποτέλεσμα δεν έχει φανεί ακόμη στην αγορά. Η τάση περαιτέρω αύξησης του πληθωρισμού είναι πιθανή λόγω της καταστροφής της παραγωγής στον Θεσσαλικό Κάμπο. Οι λόγοι είναι οι εξής: Πρώτον, εξωτερικοί παράγοντες που έχουν επηρεάσει αρνητικά την εφοδιαστική αλυσίδα,
με αυξητικές πιέσεις εξαιτίας της συνέχισης του πολέμου και της μειωμένης παραγωγής συγκεκριμένων αγαθών όπως σιτηρά, λιπάσματα, πρώτες ύλες. Δεύτερον, εσωτερικοί παράγοντες που αφορούν κυρίως την ασυδοσία της αγοράς με τη δικαιολογία του πρώτου λόγου και τη δυσκολία των υπεύθυνων ελεγκτικών μηχανισμών να επιβάλουν τα απαιτούμενα μέτρα. Τρίτον, η αδυναμία των καταναλωτών να στραφούν σε άλλα υποκατάστατα προϊόντα, ώστε να μειωθεί η ζήτηση σε αυτά που διατηρούν τις τιμές ψηλά».
«Πάταξη αισχροκέρδειας και μείωση ΦΠΑ»
Iωάννης Χατζηθεοδοσίου, Πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Πειραιά
«Η ακρίβεια είναι το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας και αυτό προκύπτει και από τα ευρήματα μεγάλης έρευνας που έκανε η PulseRC σε συνεργασία και για λογαριασμό του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών στην Περιφέρεια Αττικής. Οταν εννέα στους 10 χαρακτηρίζουν το πρόβλημα της ακρίβειας ως “πολύ” ή “αρκετά” σημαντικό, είναι εύκολα αντιληπτή η δυσκολία της κατάστασης, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Παρά τα κάποια μέτρα που έχουν ληφθεί, οι τιμές όχι απλώς δεν πέφτουν, αλλά σε τρόφιμα και ενέργεια συνεχίζουν να αυξάνονται. Ειδικά οι αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων συμπαρασύρουν και άλλα κόστη, ενώ εκτιμώ ότι αρκετοί επιτήδειοι έχουν βρει την ευκαιρία, λόγω της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης, και επιδίδονται σε ένα ράλι αυξήσεων των τιμών των προϊόντων. Εδώ μέχρι και προϊόντα που δεν έχουν σχέση με τη Θεσσαλία πωλούνται πλέον ακριβότερα με δικαιολογία την καταστροφή που έγινε εκεί. Αν θέλουμε να δούμε μειωμένες τιμές, πρέπει η κυβέρνηση να πατάξει δραστικά τα φαινόμενα αισχροκέρδειας και παράλληλα να μειώσει τον ΦΠΑ σε βασικά αγαθά και τον ΕΦΚ στα καύσιμα. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, αλλά γενναία μέτρα» .
«Απαιτείται και ισχυρή βούληση από την αγορά»
Κωνσταντίνος Κόλλιας, Πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος
«Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά, λόγω των κατακόρυφων αυξήσεων σε πρώτες ύλες, μεταφορικά κόστη και διαχείριση στην εφοδιαστική αλυσίδα, δημιουργούν ένα πολύ δύσκολο-έως ασφυκτικό- περιβάλλον για όλους.
Για τους προμηθευτές, οι οποίοι καλούνται να ισορροπήσουν μεταξύ της διαχείρισης της αύξησης του κόστους και του περιορισμού της μετακύλισης αυτής στην τιμή χονδρικής. Για τους λιανεμπόρους, που καλούνται να περιορίσουν όλο αυτόν τον αντίκτυπο στην τελική τιμή πώλησης των προϊόντων, διαχειριζόμενοι ταυτόχρονα τα δικά τους αυξημένα κόστη. Πάνω απ’ όλα, για τους τελικούς καταναλωτές, οι οποίοι δεν έχουν τρόπο αποφυγής όλης αυτής της κατάστασης, παρά μόνο αναζητώντας τις καλύτερες δυνατές προσφορές. Σίγουρα, οι συνεχείς καταστροφές σε καλλιέργειες στην Ευρώπη και στη χώρα μας δεν βοηθούν στην αποκλιμάκωση των τιμών. Δημιουργούν μειωμένη προσφορά, με τη ζήτηση να παραμένει σταθερή ή αυξανόμενη.
Οπότε και οι τιμές διατηρούνται υψηλά. Ταυτόχρονα, οι στρεβλώσεις που υπάρχουν στον τρόπο διαμόρφωσης της τιμής, στην εφοδιαστική αλυσίδα, συντηρούν τα επίπεδα υψηλά. Τα μέτρα που ανακοίνωσε το υπουργείο Ανάπτυξης είναι στην κατεύθυνση περιορισμού αυτών των στρεβλώσεων. Όμως, απαιτείται και ισχυρή βούληση από όλους τους εμπλεκόμενους στην αγορά, τόσο για την εφαρμογή των μέτρων όσο και για την ομαλότερη και ταχύτερη επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα»
«Σε 6 έως 12 μήνες θα δούμε μια σταθεροποίηση ή μείωση των τιμών»
Απόστολος Πεταλάς, Γενικός διευθυντής της Ενωσης Σούπερ Μάρκετ Ελλάδας
«Οι δυτικές χώρες και φυσικά οι χώρες της ευρωζώνης βιώσαμε χαμηλό πληθωρισμό και επιτόκια για περισσότερα από 20 χρόνια. Ολο αυτό δημιούργησε μια αίσθηση σταθερότητας. Λίγο πριν από την πανδημία είχαν φανεί κάποια σημάδια ανόδου σε αρκετά εμπορεύματα στις διεθνείς αγορές.
Η πανδημία, όμως, δημιούργησε σημαντικές ανατροπές στη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων. Και σαν να μην έφταναν τα προβλήματα της πανδημίας, ήρθαμε αντιμέτωποι με γεωπολιτικές αναταράξεις που προκλήθηκαν από τον πόλεμο στην Ουκρανία και δημιούργησαν μια πρωτοφανή ενεργειακή κρίση. Και, ως γνωστόν, η ενέργεια είναι βασικός παράγοντας για την παραγωγή προϊόντων και τις μεταφορές. Εάν προσθέσουμε και την έντονη κλιματική αλλαγή, με λειψυδρίες, πλημμύρες και πυρκαγιές, μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο επηρεάζεται η παραγωγή τροφίμων. Επί τέσσερα χρόνια έχουμε παράγοντες που δημιουργούν έντονη αβεβαιότητα και αναστάτωση στις αγορές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία υψηλού πληθωρισμού. Από αυτούς τους παράγοντες έχει σταθεροποιηθεί μόνο η πανδημία.
Επίσης, είδαμε μια πτώση στις τιμές ενέργειας, αλλά αυτό δεν έγινε με έναν τέτοιο τρόπο που να πιστεύει η παγκόσμια κοινότητα ότι θα σταθεροποιηθούν οι τιμές. Ηδη, έχουμε σημαντικές αυξήσεις στα ενεργειακά προϊόντα τις τελευταίες ημέρες και υπάρχει και πάλι αβεβαιότητα. Και, φυσικά, ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται σε εξέλιξη. Ολα αυτά δημιουργούν αβεβαιότητα και δεν μπορεί να προβλέψει κανείς τι θα γίνει τους επόμενους τρεις, έξι ή δώδεκα μήνες.
Το φαινόμενο αυτό είναι παγκόσμιο. Στο ελαιόλαδο, για παράδειγμα, υπάρχει μεγάλη πτώση της παραγωγής, στο χοιρινό, στο κακάο και σε άλλα προϊόντα η κλιματική αλλαγή δημιουργεί μεγάλα προβλήματα. Ο πληθωρισμός δεν είναι καλός για κανέναν. Εάν εκτονωθούν λίγο οι τιμές της ενέργειας και εάν δεν δούμε κάποια νέα κλιμάκωση στην κλιματική αλλαγή, εκτιμώ ότι σε έναν ορίζοντα έξι έως δώδεκα μήνες θα δούμε μια σταθεροποίηση ή μείωση των τιμών στα τρόφιμα».
Πηγή: Realnews
enikonomia.gr