Επιστολή στον γγ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες στέλνει η Ελλάδα, με την οποία αποδομεί πλήρως τις μονομερείς και ανυπόστατες αιτιάσεις της Τουρκίας για τα νησιά του Αιγαίου, όπως αναφέρουν διπλωματικές πηγές.
Η επιστολή θα επιδοθεί εντός των επομένων ωρών στον γγ του ΟΗΕ, σημείωναν οι ίδιες πηγές.
Η ελληνική κυβέρνηση τονίζει στην επιστολή της προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες ότι οι τουρκικοί ισχυρισμοί ότι «η ελληνική κυριαρχία στα νησιά )(του Ανατολικού Αιγαίου) είναι εξαρτημένη από την αποστρατιωτικοποίησή τους» με βάση τις Συνθήκες της Λωζάνης (1923) και των Παρισίων (1947) είναι «νομικά, ιστορικά και πραγματολογικά αστήρικτοι».
Σημειώνεται ότι η Άγκυρα επιμένει ότι καθώς τίθεται υπό αμφισβήτηση η κυριαρχία, αμφισβητούνται και τα δικαιώματα που απορρέουν από την άσκησή της – στην προκειμένη περίπτωση τα δικαιώματα των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες.
Σύμφωνα με το Βήμα, η Αθήνα επικαλείται δύο νομικές υποθέσεις τις οποίες έχει κρίνει το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ) για να ξεκαθαρίσει ότι τα σύνορα και η εδαφική κυριαρχία που έχουν διαμορφωθεί από διεθνείς συνθήκες δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Οι δύο υποθέσεις είναι α) αυτή μεταξύ Καμπότζης και Ταϊλάνδης για τον ναό Preah Vihear (Case Concerning the Temple of Preah Vihear, Cambodia v. Thailand, Judgment of 15 June 1962) και β) εκείνη μεταξύ Λιβύης και Τσαντ (Territorial Dispute, Libyan Arab Jamahiriya/Chad, Judgment of 3 February 1994).
Σύμφωνα με την πρώτη υπόθεση, «όταν δύο χώρες καθορίζουν ένα σύνορο μεταξύ τους», ο πρωταρχικός σκοπός των συνθηκών που καθορίζουν σύνορα και εδαφική κυριαρχία είναι «να επιτύχουν σταθερότητα και οριστικότητα (stability and finality)», όπως αναφέρεται στη σελίδα 34 της απόφασης. Επιπρόσθετα, αυτός είναι ο λόγος που και μετά την υπογραφή μίας τέτοιας συνθήκης, το αποτέλεσμα του καθορισμού ενός συνόρου ή της εδαφικής κυριαρχίας δεν εξαρτάται από τη σχετική συνθήκη, αλλά αποκτά αυτόνομη «ζωή». Όπως το ίδιο το ΔΔΧ τόνισε στην υπόθεση Λιβύης/Τσαντ, «ο ορισμός ενός συνόρου είναι ένα γεγονός το οποίο, εξ’ αρχής, έχει μία δική του νομική ζωή».
«Επομένως», ξεκαθαρίζει η Αθήνα, «κάθε προσπάθεια να αμφισβητηθεί η κυριαρχία της Ελλάδος σε αυτά τα νησιά επί της αθεμελίωτης προϋπόθεσης ότι η Ελλάδα φέρεται να παραβιάζει την υποχρέωσή της να τα αποστρατιωτικοποιήσει με βάσει τις προαναφερθείσες συνθήκες (σσ. Λωζάνης και Παρισίων) αντιβαίνει στη θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου αναφορικά με τη σταθερότητα των συνόρων και των τίτλων κυριαρχίας, όπως επιβεβαιώνονται από τη διεθνή νομολογία».
Παράλληλα, η Αθήνα υπογραμμίζει ότι όλα τα νησιά διαθέτουν πλήρη δικαιώματα σε όλες τις θαλάσσιες ζώνες χωρίς την παραμικρή νομική αμφισβήτηση.
Η ελληνική πλευρά απορρίπτει και όλη την τουρκική επιχειρηματολογία περί επιλεκτικής αποστρατιωτικοποίησης που επέβαλε η Συνθήκη του Μοντρέ του 1936, σύμφωνα με την οποία η Άγκυρα θεωρεί ότι η Λήμνος και η Σαμοθράκη θα έπρεπε να παραμένουν αποστριωτικοποιημένες, όπως και την ύστερη προσπάθεια της τουρκικής πλευράς να δείξει ότι η δήλωση του τότε υπουργού Εξωτερικών Αράς ενώπιον της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης (31 Ιουλίου 1936) ότι η Ελλάδα δεν έχει υποχρέωση να διατηρήσει αποστρατιωτικοποιημένες τις Λήμνο και Σαμοθράκη δεν έχει νομική ισχύ.
Ακόμη, η Ελλάδα απαντά στην προσπάθεια ταύτισης των προβλέψεων της Συνθήκης των Παρισίων του 1947 περί της αποστρατιωτικοποίησης των Δωδεκανήσων με το καθεστώς των νήσων Άαλαντ, που είχε επικαλεστεί ο κ. Σινιρλίογλου στην επιστολή του τον περασμένο Σεπτέμβριο. Η επίκληση της Σύμβασης του 1856 για την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων Άαλαντ, που είχε προσαρτηθεί στη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1856, είναι «πλήρως άσχετη και ανεφάρμοστη» στην περίπτωση των Δωδεκανήσων για τον λόγο ότι η Συνθήκη του 1947 δεν αφορά σε ένα «νομικό καθεστώς περί αποστρατιωτικοποίησης». Επιπλέον, η Αθήνα επαναλαμβάνει ότι η Τουρκία είναι «res inter alios acta» σε σχέση με τη Συνθήκη του 1947, το Άρθρο 89 της οποίας επισημαίνει ότι «οι προβλέψεις της δεν παρέχουν κανένα δικαίωμα και όφελος σε κράτη που δεν αποτελούν Μέρη της».
Το γεγονός ότι η Τουρκία «καλεί άλλα Κράτη-Μέρη στις συγκεκριμένες συνθήκες να καλέσουν την Ελλάδα να συμμορφωθεί με τις προβλέψεις τους» επιβεβαιώνει «την επίμονη πρακτική της Τουρκίας να εγείρει ζητήματα που δεν έχουν νομική βάση, μία πρακτική που προσθέτει στην αστάθεια που η χώρα αυτή προκαλεί με τις πράξεις της».
Υπενθυμίζει επίσης τη συνεχή αναβάθμιση και ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων της Τουρκίας, την απειλή πολέμου, αλλά και το ζήτημα των πρόσφατων υπερπτήσεων, τονίζοντας μάλιστα και τη σχετική πρόβλεψη του Άρθρου 13 της Συνθήκης της Λωζάνης ότι αυτές πρέπει να αποφεύγονται.
Καλεί τέλος την Άγκυρα να παύσει αυτές τις κινήσεις που συμβάλλουν στην περιφερειακή αστάθεια και να προσέλθει με ειλικρίνεια σε μία ειρηνική επίλυση «της εκκρεμούς διαφοράς» για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) με βάση την καλή γειτονία και το διεθνές δίκαιο.
Τα μηνύματα του Μητσοτάκη στην Τουρκία από το Νταβός
Απέναντι στις λεκτικές ακροβασίες μεταξύ αναθεωρητισμού και αγοραίας συμπεριφοράς στις οποίες επιδίδεται τις τελευταίες ημέρες η Άγκυρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε ξεκάθαρα από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, στο Νταβός, το στίγμα της πολιτικής που θα ακολουθήσει σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
«Εάν ο πρόεδρος Ερντογάν πιστεύει ότι δεν θα υπερασπιστώ την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και δεν θα επισημαίνω στο διεθνές ακροατήριο ότι η Τουρκία συμπεριφέρεται ως αναθεωρητική δύναμη, τότε κάνει λάθος», σημείωσε ο πρωθυπουργός.
Ο ίδιος εμφανίστηκε διαλλακτικός κατά τη διάρκεια συζήτησης με τον πρόεδρο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός, Μπόρχε Μπρέντε, απέναντι στα όσα του είχε προσάψει ο Τούρκος πρόεδρος λέγοντας σε ψύχραιμο τόνο:
«Πρέπει πάντοτε να μιλάμε και θέλουμε πάντα να κρατάμε ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας. Δεν πρόκειται ποτέ να είμαστε εμείς αυτοί που δεν θα μιλάμε στους γείτονές μας».
Και συνέχισε:
«Είδαμε δυστυχώς το τελευταίο δίμηνο, άνευ προηγουμένου αριθμό υπερπτήσεων. Αυτή η συμπεριφορά είναι απαράδεκτη και θα εγείρω αυτό το θέμα όποτε μπορώ».
Ο πρωθυπουργός υπενθύμισε στο ακροατήριο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ πως τα λεγόμενα του Ερντογάν δεν συνιστούν κάτι καινοφανές, αφού και το 2020, ο πρόεδρος της Τουρκίας τα είχε ξαναπεί.
«Θυμάμαι τον Μάρτιο του 2020, όταν η Τουρκία προσπάθησε να εργαλειοποιήσει το μεταναστευτικό στέλνοντας δεκάδες χιλιάδες απελπισμένους ανθρώπους να περάσουν τα ελληνικά σύνορα, εμείς είπαμε «όχι», υπερασπιστήκαμε τα σύνορα της Ελλάδας και φέραμε την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Τότε ο Πρόεδρος Erdoğan έλεγε τα ίδια πράγματα: Ότι δεν θέλει να μου μιλήσει. Οπότε, ίσως αλλάξει γνώμη», δήλωσε εμφατικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Είναι λάθος η Τουρκία να συνεχίζει να χρησιμοποιεί τις διαπραγματεύσεις για να κερδίσει κατά έναν τρόπο οφέλη για τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Θέλουμε μια περίοδο ηρεμίας αλλά δεν προκαλούμε εμείς την ένταση», ξεκαθάρισε – μεταξύ άλλων – ο κ. Μητσοτάκης.
cnn.gr