Ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά 2,2% για το 2023 και για το 2024 προβλέπει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Μάλιστα, η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής αναφέρει πως, ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας ήταν 2,1% στο πρώτο τρίμηνο του 2023. Η επιβράδυνση σε σχέση με τον υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης (7,8%) του περσινού πρώτου τριμήνου σηματοδοτεί την επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε φυσιολογικούς ρυθμούς μεγέθυνσης ύστερα από τις έντονες διακυμάνσεις της περιόδου της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης (2020-22), σε συνάφεια με την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Το βασικό σενάριο
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο προβλέψεων του Γραφείου Προϋπολογισμού, ο ρυθμός μεγέθυνσης του 2023 και 2024 θα διαμορφωθεί στο 2,2% ενώ ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 4,6% το 2023 και θα μειωθεί στο 2,3% το 2024. Τρία επιπλέον σενάρια που παρουσιάζονται έχουν σχετικά μικρή επίδραση στους ρυθμούς μεγέθυνσης και καμία επίδραση στον πληθωρισμό.
Στα υπόλοιπα μακροοικονομικά μεγέθη, ο εναρμονισμένος πληθωρισμός του Μαΐου 2023 καταγράφει σημαντική μείωση σε σχέση με πέρυσι, από 10,5% σε 4,1%, ωστόσο ο πυρήνας του (χωρίς ενέργεια και μη επεξεργασμένα τρόφιμα) έχει αυξηθεί στο 8,1% από 4,8% πέρυσι, στοιχείο που καθιστά επίμονες της πληθωριστικές πιέσεις. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της περιόδου Ιανουαρίου-Απριλίου παρουσιάζει αισθητή βελτίωση κατά 3 περίπου δις ευρώ σε σχέση με πέρυσι (σε 5,6 δις από 8,6 δις), ωστόσο παραμένει υψηλότερο από το αντίστοιχο διάστημα του 2021 (4,9 δις). Το ποσοστό ανεργίας του Μαΐου διαμορφώθηκε στο 10,8%, μειωμένο κατά σχεδόν 2 μονάδες σε σχέση με τον Μάιο του 2022 (12,7%), καθώς η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,1% ενώ οι ονομαστικές αμοιβές της μισθωτής εργασίας αυξήθηκαν στο πρώτο τρίμηνο κατά 5,5% σε ετήσια βάση.
Η δημοσιονομική εικόνα του πρώτου τετραμήνου του έτους είναι βελτιωμένη σε σχέση με πέρυσι, κατά σχεδόν από 2,5 δισ. ευρώ. Η βελτίωση προέρχεται κατά κύριο λόγο από τα φορολογικά έσοδα που εμφανίζονται αισθητά αυξημένα σε σχέση με τα περσινά επίπεδα και τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, που ξεκίνησε από τα μέσα Απριλίου, οδηγώντας τις αποδόσεις σε 40 μονάδες βάσης κάτω από τους ιταλικούς τίτλους και μόλις 35 μονάδες βάσεις πάνω από τους ισπανικούς.
Παρά τη γενικά θετική εικόνα, οι οικονομικές προκλήσεις παραμένουν και συνδέονται κατά κύριο λόγο με την εξέλιξη του πληθωρισμού. Όπως έχει αναφερθεί επανειλημμένα σε προηγούμενες εκθέσεις του Γραφείου, ο πληθωρισμός έχει αναδιανεμητικές επιπτώσεις, δηλαδή βελτιώνει τη θέση κάποιων επιδεινώνοντας τη θέση κάποιων άλλων.
Σε πρόσφατη έρευνά του, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο διαπιστώνει ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 45% στα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη, κατά 40% στις τιμές εισαγωγών και κατά μόλις 25% στην αύξηση των μισθών, ενώ η φορολογία είχε αρνητική επίδραση. Το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί ως greedflation (πληθωρισμός ‘απληστίας’) και θέτει νέα διλήμματα στην αντιμετώπισή του. Συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής εξαρτάται περισσότερο από τη συγκράτηση των επιχειρηματικών κερδών και λιγότερο από τον έλεγχο των μισθολογικών αυξήσεων. Με άλλα λόγια, χωρίς μείωση των περιθωρίων κέρδους, η επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και υψηλότερα επιτόκια, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα.
Σημαντικές θα είναι και οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού κατά το τρέχον έτος καθώς θα περιοριστεί η ευνοϊκή επίδραση στο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Στη διάρκεια του προηγούμενου έτους, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε οριακά κατά 3 περίπου δισ. ευρώ σε ονομαστικούς όρους (από 353,5 δισ. σε 356,3 δισ.) αλλά μειώθηκε εντυπωσιακά κατά πάνω από 23 ποσοστιαίες μονάδες σαν ποσοστό του ΑΕΠ (από 194,6% σε 171,3%).
Η θετική αυτή εξέλιξη προήλθε από τη διαφορά μεταξύ του ρυθμού αύξησης του χρέους (επιτόκιο και καθαρός νέος δανεισμός) και του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης και δεν αναμένεται να επαναληφθεί, τουλάχιστον στην ίδια έκταση, κατά το τρέχον έτος. Σημειώνεται ωστόσο ότι, παρά την επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης και τη μείωση του πληθωρισμού, η ονομαστική μεγέθυνση αναμένεται να παραμείνει υψηλότερη από το επιτόκιο αλλά σε σημαντικά μικρότερο βαθμό από πέρυσι.
Επιπρόσθετα, η αποκλιμάκωση του μέσου πληθωρισμού θα επιβραδύνει και την αύξηση των φορολογικών εσόδων, κυρίως εκείνων που ακολουθούν τις αυξήσεις των τιμών, όπως ο ΦΠΑ. Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός παρουσιάζει έντονη διαφοροποίηση σε επιμέρους κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Ενδεικτικά, στην κατηγορία των τροφίμων η μείωση είναι οριακή, από 12,3% σε 11,4%, στην κατηγορία της ένδυσης και υπόδησης παρουσιάζει αύξηση από 5% σε 12,2% ενώ στην κατηγορία της στέγασης βρίσκεται σε αρνητική περιοχή, στο -13,3% από 36,1% πέρυσι (λόγω της μείωσης των τιμών ενέργειας).
Η διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού κάποιων βασικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα, επιβαρύνει το κόστος διαβίωσης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, καθώς μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους δαπανάται σε τρόφιμα, και καθιστά απαραίτητη τη διατήρηση των έκτακτων εισοδηματικών ενισχύσεων με το ανάλογο δημοσιονομικό κόστος. Κλείνοντας, η ολοκλήρωση των εκλογών σηματοδοτεί το τέλος μιας περιόδου πολιτικής αβεβαιότητας σχετικά με τις δυνατότητες σχηματισμού κυβέρνησης.
Η άρση της αβεβαιότητας και η επιστροφή στην κανονικότητα είναι προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της ανάκαμψης και την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σε συνδυασμό με την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Ωστόσο, οι προεκλογικές εξαγγελίες διαμόρφωσαν προσδοκίες που θα πρέπει να διαχειριστεί η κυβέρνηση στο επόμενο διάστημα ενώ, παράλληλα, εκκρεμεί η διαμόρφωση του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου που θα τεθεί σε εφαρμογή από το 2025 και εντός του οποίου θα πρέπει να κινηθεί η δημοσιονομική πολιτική των επόμενων ετών. Θα πρέπει, επομένως, τα μόνιμα επεκτατικά μέτρα να έχουν εκ των προτέρων διασφαλίσει τη χρηματοδότησή τους από μόνιμες πηγές εσόδων, ώστε οι δημοσιονομικές προοπτικές να μην αποκλίνουν από τις συνθήκες βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους.
Τα 3 σενάρια προβλέψεων για το 2023 και 2024
Αναλυτικά παρακάτω παρατίθενται αναλυτικά τα3 σενάρια προβλέψεων για το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό:
Σενάριο 1:
Με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα αυξηθούν οι επενδύσεις στη χώρα μας και αυτές θα ενισχύσουν τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 2,3% το 2023 και στο 2,7% το 2024. Δηλαδή το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 0,1 και 0,5 ποσοστιαίες μονάδες από το βασικό σενάριο. Συνεπώς, η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα μπορούσε να έχει αξιόλογη θετική επίδραση στο σύνολο της οικονομίας, πέρα από τις ευνοϊκές επιπτώσεις στη διαχείριση του δημόσιου χρέους.
Σενάριο 2:
Με τη μείωση των κρατικών μεταβιβάσεων θα περιοριστεί η ιδιωτική κατανάλωση των νοικοκυριών και θα διαμορφωθεί το το ΑΕΠ σε μεγέθυνση 2% το 2023 και 2,1% το 2024, δηλαδή 0,2 και 0,1 κάτω από το βασικό σενάριο.
Σενάριο 3:
Η αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης θα οδηγήσει σε ρυθμό μεγέθυνσης 2,3% το 2023 και 2,2% το 2024, δηλαδή 0,1 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το βασικό σενάριο για το 2023 αλλά χωρίς διαφορά από το βασικό σενάριο για το 2024.
Συμπεραίνεται πως τα σενάρια δεν επηρεάζουν την πρόβλεψη του πληθωρισμού του βασικού σεναρίου.
enikonomia.gr